καταγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katagonizomai
|Transliteration C=katagonizomai
|Beta Code=katagwni/zomai
|Beta Code=katagwni/zomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[prevail against]], τινας <span class="bibl">Plb.2.42.3</span>,al., <span class="title">OGI</span>553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.<span class="title">Herc.</span>831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.<span class="title">VH</span>2.22; ἕλκη διαίτῃ <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>122</span>:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα <span class="bibl">Plb.3.4.12</span>; ὑπό τινος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Symp.</span>19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[contend against]], τὴν ἀλήθειαν <span class="bibl">Plb.13.5.5</span>, cf. <span class="bibl">12.25d</span>.<span class="bibl">6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[win by a struggle]], βασιλείας <span class="bibl"><span class="title">Ep.Hebr.</span>11.33</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[prevail against]], τινας Plb.2.42.3,al., ''OGI''553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.''Herc.''831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.''VH''2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.''Isid.''122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.''Symp.''19.<br><span class="bld">2</span> [[contend against]], τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.<br><span class="bld">II</span> [[win by a struggle]], βασιλείας ''Ep.Hebr.''11.33.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταγωνίσομαι, <i>att.</i> καταγωνιοῦμαι;<br /><b>1</b> lutter contre;<br /><b>2</b> vaincre dans un combat.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγωνίζομαι]].
|btext=<i>f.</i> καταγωνίσομαι, <i>att.</i> καταγωνιοῦμαι;<br /><b>1</b> [[lutter contre]];<br /><b>2</b> [[vaincre dans un combat]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀγωνίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατᾰγωνίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.
|elnltext=κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰγωνίζομαι:''' (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)<br /><b class="num">1</b> [[вести борьбу]], [[бороться]] (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ.
|lsmtext='''κατᾰγωνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ., [[αγωνίζομαι]], [[μάχομαι]] [[εναντίον]], [[υπερισχύω]] [[έναντι]], [[κατακτώ]], [[νικώ]], σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατᾰγωνίζομαι:''' (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> [[вести борьбу]], [[бороться]] (τινα и τι Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[одолевать]], [[побеждать]] (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς [[ὑπό]] τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).
|lstext='''κατᾰγωνίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- [[ἀγωνίζομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) [[ὑπερισχύω]] [[ἐναντίον]] τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιοῦμαι<br />Dep. to [[struggle]] [[against]], [[prevail]] [[against]], [[conquer]], Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιοῦμαι<br />Dep. to [[struggle]] [[against]], [[prevail]] [[against]], [[conquer]], Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-競爭<br />'''字義溯源''':努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=按照)與([[ἀγωνίζομαι]])=努力)組成;其中 ([[ἀγωνίζομαι]])出自([[ἀγών]])=聚集,競賽),而 ([[ἀγών]])出自([[ἄγω]])*=帶領)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 制伏了(1) 來11:33
|sngr='''原文音譯''':katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':向下-競爭<br />'''字義溯源''':努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=按照)與([[ἀγωνίζομαι]])=努力)組成;其中 ([[ἀγωνίζομαι]])出自([[ἀγών]])=聚集,競賽),而 ([[ἀγών]])出自([[ἄγω]])*=帶領)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 制伏了(1) 來11:33
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγωνίζομαι Medium diacritics: καταγωνίζομαι Low diacritics: καταγωνίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katagōnízomai Transliteration B: katagōnizomai Transliteration C: katagonizomai Beta Code: katagwni/zomai

English (LSJ)

A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19.
2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6.
II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.

German (Pape)

[Seite 1344] niederkämpfen, überwältigen, τινά, Pol. 2, 45, 4, Luc. D. D. 13, 1; Plut. Num. 19; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc. conv. 19; übh. gegen Einen ankämpfen, Pol. 2, 42, 5; auch τὴν ἀλήθειαν, 13, 5, 5; περὶ στεφάνου, Luc. V. H. 2, 22.

French (Bailly abrégé)

f. καταγωνίσομαι, att. καταγωνιοῦμαι;
1 lutter contre;
2 vaincre dans un combat.
Étymologie: κατά, ἀγωνίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-αγωνίζομαι overweldigen, overwinnen, onderwerpen:. διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας door hun geloof hebben zij koninkrijken onderworpen NT Hebr. 11.33.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγωνίζομαι: (fut. καταγωνίσομαι - атт. καταγωνιοῦμαι)
1 вести борьбу, бороться (τινα и τι Polyb.);
2 одолевать, побеждать (τινα μάχαις πολλαῖς Plut.; τὰς βασιλείας NT; καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.).

English (Strong)

from κατά and ἀγωνίζομαι; to struggle against, i.e. (by implication) to overcome: subdue.

English (Thayer)

deponent middle; 1st aorist κατηγωνισαμην;
1. to struggle against (Polybius 2,42, 3, etc.).
2. to overcome (cf. German niederkämpfen): Polybius, Josephus, Lucian, Plutarch, Aelian)

Greek Monolingual

καταγωνίζομαι (Α)
1. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου
2. αντιμάχομαι, καταπολεμώ («πάντων γοῦν αὐτὴν καταγωνιζομένων τὴν ἀλήθειαν καὶ τῶν πιθανοτήτων μετὰ τοῦ ψεύδους ταττομένων», Πολ.)
3. νικώ κάποιον
4. κερδίζω κάτι με αγώνα («οἱ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», ΚΔ).

Greek Monotonic

κατᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι εναντίον, υπερισχύω έναντι, κατακτώ, νικώ, σε Λουκ.· ως Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγωνίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, Ἀττ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.:- ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινα Πολύβ. 2. 42, 3, κτλ.· τὴν ἀλήθειαν ὁ αὐτ. 13. 5, 5. 2) ὑπερισχύω ἐναντίον τινός, νικῶ, ὁ αὐτ. 2. 45, 4· κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 22.- Παθ., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 19.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
Dep. to struggle against, prevail against, conquer, Luc.: as Pass., καταγωνισθεὶς ὑπό τινος Luc.

Chinese

原文音譯:katagwn⋯zomai 卡特-阿哥你索買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-競爭
字義溯源:努力對抗,勝過,制伏,擊敗,征服;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=按照)與(ἀγωνίζομαι)=努力)組成;其中 (ἀγωνίζομαι)出自(ἀγών)=聚集,競賽),而 (ἀγών)出自(ἄγω)*=帶領)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 制伏了(1) 來11:33