προστακτικός: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prostaktikos
|Transliteration C=prostaktikos
|Beta Code=prostaktiko/s
|Beta Code=prostaktiko/s
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[commanding]], [[imperative]], [[imperious]], τὸ προστακτικόν [ἡ ψυχή], opp. τὸ [[ὑπηρετικόν]] (of the [[body]]), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; [[λόγος]] Plu.2.1037f; [[Προστακτικός]] (sc. [[λόγος]]), title of work by [[Protagoras]], D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, [[ἄρχων]] Max.Tyr.13.2 (Sup.).<br><span class="bld">II</span> Gramm., ἡ [[προστακτική|προστακτικὴ]] [[ἔγκλισις]] = the [[imperative]] [[mood]], D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; προστακτικὴ ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ προστακτικόν [[σχῆμα]] Anon.Fig.24; also τὸ προστακτικόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. [[προστακτικῶς]] = [[in the imperative mood]], D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.
|Definition=προστακτική, προστακτικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[commanding]], [[imperative]], [[imperious]], τὸ προστακτικόν [ἡ ψυχή], opp. τὸ [[ὑπηρετικόν]] (of the [[body]]), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; [[λόγος]] Plu.2.1037f; [[Προστακτικός]] (''[[sc.]]'' [[λόγος]]), title of work by [[Protagoras]], D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, [[ἄρχων]] Max.Tyr.13.2 (Sup.).<br><span class="bld">II</span> Gramm., ἡ [[προστακτική|προστακτικὴ]] [[ἔγκλισις]] = the [[imperative]] [[mood]], D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; προστακτικὴ ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ προστακτικόν [[σχῆμα]] Anon.Fig.24; also τὸ προστακτικόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. [[προστακτικῶς]] = [[in the imperative mood]], D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. [[ἔγκλισις]], der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, ''[[sc.]]'' [[ἔγκλισις]], der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre au commandement, impératif;<br /><i>t. de gramm.</i> τὸ προστακτικόν <i>ou</i> ἡ προστακτική ([[ἔγκλισις]]) l'impératif.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
|btext=ή, όν :<br />propre au commandement, impératif;<br /><i>t. de gramm.</i> τὸ προστακτικόν <i>ou</i> ἡ προστακτική ([[ἔγκλισις]]) l'impératif.<br />'''Étymologie:''' [[προστάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προστακτικός''': , -όν, ([[προστάσσω]]), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ [[ψυχή]]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. [[λόγος]] Πλούτ. 2. 1037F· [[βραχυλογία]] ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. [[ἔγκλισις]]) γραμμ.: [[ὡσαύτως]], πρ. ἐκφορὰ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· [[ὡσαύτως]], τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
|elnltext=προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] [[bevelend]]:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.
}}
{{elru
|elrutext='''προστακτικός:''' [[повелевающий]], [[повелительный]], [[властный]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προστακτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, [[επιτακτικός]], [[προστακτικός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προστακτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, [[επιτακτικός]], [[προστακτικός]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προστακτικός:''' [[повелевающий]], [[повелительный]], [[властный]] ([[λόγος]] Plut.).
|lstext='''προστακτικός''': -ή, -όν, ([[προστάσσω]]), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [[[ψυχή]]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. [[λόγος]] Πλούτ. 2. 1037F· [[βραχυλογία]] ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. [[ἔγκλισις]]) γραμμ.: [[ὡσαύτως]], πρ. ἐκφορὰ [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. [[σχῆμα]] Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· [[ὡσαύτως]], τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.
}}
{{elnl
|elnltext=προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] [[bevelend]]:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[τακτικός]], ή, όν [[προστακτός]]<br />of or for [[commanding]], [[imperative]], Plut.
|mdlsjtxt=προσ-[[τακτικός]], ή, όν [[προστακτός]]<br />of or for [[commanding]], [[imperative]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστακτικός Medium diacritics: προστακτικός Low diacritics: προστακτικός Capitals: ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prostaktikós Transliteration B: prostaktikos Transliteration C: prostaktikos Beta Code: prostaktiko/s

English (LSJ)

προστακτική, προστακτικόν,
A of or for commanding, imperative, imperious, τὸ προστακτικόν [ἡ ψυχή], opp. τὸ ὑπηρετικόν (of the body), Arist.Top.128b19; π. τινῶν Corn.ND16; λόγος Plu.2.1037f; Προστακτικός (sc. λόγος), title of work by Protagoras, D.L.9.55; βραχυλογία Plu.Phoc.5; also of persons, ἄρχων Max.Tyr.13.2 (Sup.).
II Gramm., ἡ προστακτικὴ ἔγκλισις = the imperative mood, D.T.638.7, A.D.Synt.31.20; προστακτικὴ ἐκφορὰ τῶν ῥημάτων ib.69.20; τὸ προστακτικόν σχῆμα Anon.Fig.24; also τὸ προστακτικόν D.L. 7.66,67, Ps.-Plu.Vit.Hom.53. Adv. προστακτικῶς = in the imperative mood, D.H.4.18, Sch.Ar.Av.1163.

German (Pape)

[Seite 780] ή, όν, zum Befehlen gehörig, gebieterisch, Plut. Phoc. 5, öfter. – Bei den Gramm. ἡ προστακτική, sc. ἔγκλισις, der Imperativ, auch τὸ προστακτικόν, D. L. 7, 66. 77.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre au commandement, impératif;
t. de gramm. τὸ προστακτικόν ou ἡ προστακτική (ἔγκλισις) l'impératif.
Étymologie: προστάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστακτικός -ή -όν [προστάσσω] bevelend:. προστακτικήν τινα... ἔχων βραχυλογίαν met een bazige bondigheid van spreken Plut. Phoc. 5.3.

Russian (Dvoretsky)

προστακτικός: повелевающий, повелительный, властный (λόγος Plut.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / προστακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και προσταχτικός, -ή, -ό, Ν προστακτός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προσταγή ή αυτός που εκφράζει προσταγή, επιτακτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η προστακτική
(ενν. έγκλιση) γραμμ. μία από τις τέσσερεις εγκλίσεις τών ρημάτων με την οποία δηλώνεται προσταγή, παραίνεση ή παράκληση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.προστακτικός
(για πρόσ.) ο άρχοντας, το πρόσωπο που προστάζει τους άλλους
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Προστακτικός
(ενν. λόγος) τίτλος έργου του Πρωταγόρου
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστακτικόν
α) η ψυχή, σε αντιδιαστολή προς το σώμα, που καλείται υπηρετικόν
β) λεκτική διατύπωση σε προστακτική
3. φρ. «προστακτικὴ ἐκφορά» και «προστακτικὸν σχῆμα»
γραμμ. η διατύπωση του λόγου στην προστακτική έγκλιση.
επίρρ...
προστακτικώς / προστακτικῶς ΝΜΑ, και προστακτικά Ν
με προστακτικό τρόπο, επιτακτικά
αρχ.
γραμμ. στην προστακτική έγκλιση («ὅ ἡμεῖς ῥῆμα προστακτικῶς σχηματίζοντες ἐκφέρομεν κάλει», Διον. Αλ.).

Greek Monotonic

προστακτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στις προσταγές, επιτακτικός, προστακτικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προστακτικός: -ή, -όν, (προστάσσω), ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ προστάσσειν, ὁ προστάσσων, τὸ προστακτικὸν [ἡ ψυχή], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 2· πρ. λόγος Πλούτ. 2. 1037F· βραχυλογία ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 5· - ἡ προστακτικὴ (ἐξυπ. ἔγκλισις) γραμμ.: ὡσαύτως, πρ. ἐκφορὰ Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 76· τὸ πρ. σχῆμα Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 631· ὡσαύτως, τὸ προστακτικόν, Διογ. Λ. 7. 66, 67.

Middle Liddell

προσ-τακτικός, ή, όν προστακτός
of or for commanding, imperative, Plut.