τριπόθητος: Difference between revisions
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tripothitos | |Transliteration C=tripothitos | ||
|Beta Code=tripo/qhtos | |Beta Code=tripo/qhtos | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[τριπόθατος]] ([[si vera lectio|s.v.l.]]), ον, [[thrice]] (i.e. [[much]]) [[longed for]], ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion ''Fr.''15.15; <b class="b3">τ. Ἄδωνις</b> Hymn. ap. Hippol.''Haer.''5.9; also in late Prose, as Luc.''Hist.Conscr.'' 31, etc. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />trois fois désiré.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ποθέω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[trois fois désiré]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ποθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=τρι- | |elnltext=τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[dreimal]] [[ersehnt]], [[sehnlich]] [[gewünscht]]</i>; Mosch. 3.52; Bion 1.59; Luc. <i>Gall</i>. 6 und andere Spätere | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. τριπόθατος (s.v.l.), ον, thrice (i.e. much) longed for, ὦ τριπόθατε Bion 1.58, cf. Mosch.3.51; εἶαρ τ. Bion Fr.15.15; τ. Ἄδωνις Hymn. ap. Hippol.Haer.5.9; also in late Prose, as Luc.Hist.Conscr. 31, etc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
trois fois désiré.
Étymologie: τρίς, ποθέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρι-πόθητος -ον driewerf gewenst, hevig gewenst.
German (Pape)
dreimal ersehnt, sehnlich gewünscht; Mosch. 3.52; Bion 1.59; Luc. Gall. 6 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
τρῐπόθητος: трижды вожделенный, долгожданный Luc.
Greek Monolingual
-η, -ο / τριπόθητος, -ον, ΝΜΑ, και τρισπόθητος ΝΜ, και δωρ. τ. τριπόθατος, -ον, Α
πάρα πολύ ποθητός (α. «τρισπόθητη λευτεριά» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, πόθος δέ μοι ὡς ὄναρ ἔπτα», Βίων
γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», Λουκιαν.)
μσν.
1. εκείνος τον οποίο αξίζει να ποθεί κάποιος, ο αξιαγάπητος («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)
2. (για νεκρό) ο πολυαγαπημένος, ο αλησμόνητος («τὸ τριπόθητον ὄνομα Παμφίλου», Ευσ.)
μσν.-αρχ.
αυτός που αναμένεται με ανυπομονησία, του οποίου τον ερχομό με χαρά αναμένει κανείς («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.).
επίρρ...
τριποθήτως Μ
1. με έντονο πόθο
2. με μεγάλη προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + ποθητός (< ποθῶ)].
Greek Monotonic
τρῐπόθητος: Δωρ. τριπόθᾱτος, -ον, τρεις φορές (δηλ. πολύ) ποθητός, εξαιρετικά επιθυμητός, σε Βίωνα, Μόσχ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπόθητος: Δωρ. -ᾱτος, ον, ὁ τρὶς (δηλ. πολὺ) ποθητός, ἐπιθυμητός, ὦ τριπόθατε Βίων 1. 58, Μόσχ. 3. 51· εἶαρ τρ. Βίων 3 (6)· 15· τρ. Ἄδωνις Ὕμν. παρ’ Ἱππολ. (Ὠριγέν.) 5. 9· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστο. Συγγρ. 31, κλπ.
Middle Liddell
τρῐπόθητος, δοριξ τρῐπόθᾱτος, ον,
thrice (i. e. much)longed for, Bion., Mosch.