παρεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paremvaino
|Transliteration C=paremvaino
|Beta Code=parembai/nw
|Beta Code=parembai/nw
|Definition=[[fit in]], εἰς ἐπιτομήν <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>66.39</span>; [[go in beside]] another, Plu.2.593f; <b class="b3">τεθρίππῳ π</b>. to [[be mounted beside]] another [[on]]... <span class="bibl">D.H.2.34</span>; ἐφ' ἁρματίου <span class="bibl">Id.5.47</span>, etc.
|Definition=[[fit in]], εἰς ἐπιτομήν Ph.''Bel.''66.39; [[go in beside]] another, Plu.2.593f; <b class="b3">τεθρίππῳ π.</b> to [[be mounted beside]] another [[on]]... D.H.2.34; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=s'avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]].
|btext=[[s'avancer dans]], [[à côté de]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμβαίνω Medium diacritics: παρεμβαίνω Low diacritics: παρεμβαίνω Capitals: ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: parembaínō Transliteration B: parembainō Transliteration C: paremvaino Beta Code: parembai/nw

English (LSJ)

fit in, εἰς ἐπιτομήν Ph.Bel.66.39; go in beside another, Plu.2.593f; τεθρίππῳ π. to be mounted beside another on... D.H.2.34; ἐφ' ἁρματίου Id.5.47, etc.

German (Pape)

[Seite 514] (s. βαίνω), daneben einherschreiten, aufsteigen (ans Land), Plut. gen. Socr. 23; τεθρίππῳ παρεμβεβηκώς, D. Hal. 2, 34, wie ἅρματι 8, 67; παρ. ἐφ' ἁρματίου δίφρου, 5, 47, vom Triumphator; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

s'avancer dans, à côté de.
Étymologie: παρά, ἐμβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

παρεμβαίνω: входить, погружаться Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμβαίνω: ἐμβαίνω ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν ὅπως βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, ἀναβαίνω πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.

Greek Monolingual

ΝΑ εμβαίνω
νεοελλ.
1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι
2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή άσκηση επιρροής
3. ανακατεύομαι σε μια υπόθεση, ενέργεια ή ασχολία που δεν μέ αφορά άμεσα, επειδή το θέλω ή επειδή είναι ανάγκη («το κράτος παρεμβαίνει στην οικονομική ζωή)
4. (οικον.) αποδέχομαι ή πληρώνω συναλλαγματική αντί του αποδέκτη ή πληρωτή που καθορίζεται σε αυτήν
5. (νομ.) α) προσέρχομαι, επεμβαίνω δικαστικώς για συμμετοχή μου σε δίκη υφιστάμενη μεταξύ άλλων προσώπων, με την αιτιολογία πως έχω νόμιμο συμφέρον το οποίο πρέπει να τεθεί στην κρίση του δικαστηρίου και να ληφθεί υπ' όψιν κατά την εκδίκαση
β) μετέχω κατά πρόσκληση σε δικαιοπραξία συμβεβαιώνοντας και συναινώντας με έναν από τους συμβαλλομένους
αρχ.
1. βαίνω, βαδίζω κοντά σε κάποιον
2. ανεβαίνω δίπλα σε κάποιον πάνω σε άρμα.