παράπτωσις: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraptosis | |Transliteration C=paraptosis | ||
|Beta Code=para/ptwsis | |Beta Code=para/ptwsis | ||
|Definition= | |Definition=παραπτώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[falling beside]], [[lying side by side]], Arist.''GA''718a28.<br><span class="bld">II</span> [[falling from the right way]], [[παράπτωσις τοῦ καθήκοντος]] = [[trespass against propriety]] Plb.15.23.5: abs., = [[παράπτωμα]] ''1'', Id.16.20.5, [[LXX]] ''Je.''22.21, Phld.''Lib.''p.17 O.; [[grammatical]] [[mistake]], S.E.''M.''1.210.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἡ τοῦ τόπου παράπτωσις</b> the [[situation]] of a place off the [[road]], Plb.4.32.5.<br><span class="bld">IV</span> <b class="b3">κατὰ τοῦ διώγματος παράπτωσις</b> in the [[course]] of... Id.11.17.3; <b class="b3">κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς κελτοὺς παράπτωσιν</b> as they were [[pursue|pursuing]], Id.3.115.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0496.png Seite 496]] ἡ, das [[Danebenfallen]], das Abkommen vom rechten Wege, [[Irrtum]], [[Fehltritt]], Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καθήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, [[Abirrung von der Pflicht]]; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=παραπτώσεως (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[action de tomber]] <i>ou</i> de s'étendre auprès de;<br /><b>II.</b> [[action de tomber sur]] : [[ἐπί]] τινα attaque <i>ou</i> poursuite dirigée contre qqn;<br /><b>III.</b> action de s'écarter du droit chemin, <i>d'où</i><br /><b>1</b> <i>au mor.</i> [[dérogation]], [[violation]];<br /><b>2</b> [[erreur]], [[faute]];<br /><b>3</b> [[situation d'un lieu à côté]] <i>ou</i> hors du chemin.<br />'''Étymologie:''' [[παραπίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παράπτωσις:''' | |elrutext='''παράπτωσις:''' παραπτώσεως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[отпадение]], [[отклонение]]; [[погрешность]]: [[παράπτωσις τοῦ καθήκοντος]] Polyb. [[невыполнение долга]];<br /><b class="num">2</b> [[смещенность]] или [[удаленность]]: τοῦ τόπου παράπτωσις Polyb. удаленность места (от дороги);<br /><b class="num">3</b> зоол. [[покрывание]] Arst.;<br /><b class="num">4</b> воен. [[нападение]], [[атака]] (ἐπὶ τοὺς Κελτούς Polyb.): ἡ παράπτωσις τοῦ διώγματος Polyb. [[преследование]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=παραπτώσεως, ἡ, ΜΑ [[παραπίπτω]]<br />γραμματικό [[λάθος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να πέφτει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ή να βρίσκεται [[κοντά]] σε κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[παρεκτροπή]] από τον ίσιο δρόμο, [[παράβαση]]<br /><b>3.</b> [[καταδίωξη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡ τοῦ τόπου [[παράπτωσις]]» — [[θέση]] κάποιου τόπου [[μακριά]] από τον δρόμο<br />β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — [[κατά]] την [[διάρκεια]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 08:18, 14 April 2024
English (LSJ)
παραπτώσεως, ἡ,
A falling beside, lying side by side, Arist.GA718a28.
II falling from the right way, παράπτωσις τοῦ καθήκοντος = trespass against propriety Plb.15.23.5: abs., = παράπτωμα 1, Id.16.20.5, LXX Je.22.21, Phld.Lib.p.17 O.; grammatical mistake, S.E.M.1.210.
III ἡ τοῦ τόπου παράπτωσις the situation of a place off the road, Plb.4.32.5.
IV κατὰ τοῦ διώγματος παράπτωσις in the course of... Id.11.17.3; κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς κελτοὺς παράπτωσιν as they were pursuing, Id.3.115.11.
German (Pape)
[Seite 496] ἡ, das Danebenfallen, das Abkommen vom rechten Wege, Irrtum, Fehltritt, Pol. 16, 20, 5; εἰς τοιαύτην ἄγνοιαν καὶ παράπτωσιν τοῦ καθήκοντος ἧκεν, 15, 23, 5, Abirrung von der Pflicht; Sext. Emp. adv. gramm. 210, u. a. Sp.; τοῦ τόπου, Lage des Ortes neben dem Wege, Pol. 4, 32, 5. – Verfolgung, Pol. 3, 115, 11.
French (Bailly abrégé)
παραπτώσεως (ἡ) :
I. action de tomber ou de s'étendre auprès de;
II. action de tomber sur : ἐπί τινα attaque ou poursuite dirigée contre qqn;
III. action de s'écarter du droit chemin, d'où
1 au mor. dérogation, violation;
2 erreur, faute;
3 situation d'un lieu à côté ou hors du chemin.
Étymologie: παραπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
παράπτωσις: παραπτώσεως ἡ
1 отпадение, отклонение; погрешность: παράπτωσις τοῦ καθήκοντος Polyb. невыполнение долга;
2 смещенность или удаленность: τοῦ τόπου παράπτωσις Polyb. удаленность места (от дороги);
3 зоол. покрывание Arst.;
4 воен. нападение, атака (ἐπὶ τοὺς Κελτούς Polyb.): ἡ παράπτωσις τοῦ διώγματος Polyb. преследование.
Greek (Liddell-Scott)
παράπτωσις: ἡ, τὸ πίπτειν πλησίον, τὸ κεῖσθαι παρ’ ἀλλήλοις, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 2. ΙΙ.τὸ ἐκπίπτειν ἐκ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, παράβασις, π. τοῦ καθήκοντος Πολύβ. 15. 23, 5· ἀπολ., = παράπτωμα, ὁ αὐτ. 16. 20, 5. ΙΙΙ. ἡ π. τοῦ τόπου, ἡ θέσις τόπου τινὸς πόρρω, μακρὰν τῆς ὁδοῦ, ὁ αὐτ. 4.32,5. ΙV.κατὰ τὴν π. τοῦ διώγματος, διαρκοῦντος τοῦ.., ὁ αὐτ. 11. 17, 3· κατὰ τὴν ἐπὶ τοὺς Κελτοὺς π., ὅτε κατεδίωκον τοὺς Κ., ὁ αὐτ. 3. 115, 11.
Greek Monolingual
παραπτώσεως, ἡ, ΜΑ παραπίπτω
γραμματικό λάθος
αρχ.
1. το να πέφτει κάποιος ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο ή να βρίσκεται κοντά σε κάποιον ή κάτι
2. παρεκτροπή από τον ίσιο δρόμο, παράβαση
3. καταδίωξη
4. φρ. α) «ἡ τοῦ τόπου παράπτωσις» — θέση κάποιου τόπου μακριά από τον δρόμο
β) «κατὰ τὴν παράπτωσιν» — κατά την διάρκεια.
Greek Monotonic
παράπτωσις: ἡ (παραπίπτω), πτώση από τα πλάγια, κατὰ τὴν παράπτωσίν τινος, κατά τη διάρκεια ή την εξέλιξη μιας ενέργειας, σε Πολύβ.
Middle Liddell
παράπτωσις, εως, παραπίπτω
a falling beside; κατὰ τὴν π. τινος in the course of an action, Polyb.