νεοθηλής: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neothilis
|Transliteration C=neothilis
|Beta Code=neoqhlh/s
|Beta Code=neoqhlh/s
|Definition=Dor. [[νεοθαλής]], ές, ([[θάλλω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fresh-budding]] or [[sprouting]], νεοθηλέα ποίην <span class="bibl">Il.14.347</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>576</span>; ν. ὕλης <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>82</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of animals, [[new-born]], [[νεβρός]], [[μόσχος]], <span class="bibl">Anacr.51</span>, <span class="title">AP</span>9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., [[fresh]], [[εὐφροσύνη]] <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>30.13</span>; <b class="b3">ν. αὔξεται νικαφορία</b> [[grow]]s [[with youthful vigour]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>9.48</span>; αἰσχύνα <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>188</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> ([[θηλή]]) [[just giving milk]], [[μαζός]] <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>1.437</span>. [[νεοθαλής]] is also cited by Theognost. <span class="title">Can.</span>136.]</span>
|Definition=Dor. [[νεοθαλής]], ές, ([[θάλλω]])<br><span class="bld">A</span> [[fresh-budding]] or [[sprouting]], νεοθηλέα ποίην Il.14.347, cf. Hes.''Th.''576; ν. ὕλης ''h.Merc.''82.<br><span class="bld">2</span> of animals, [[new-born]], [[νεβρός]], [[μόσχος]], Anacr.51, ''AP''9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[fresh]], [[εὐφροσύνη]] ''h.Hom.''30.13; <b class="b3">ν. αὔξεται νικαφορία</b> [[grow]]s [[with youthful vigour]], Pi.''N.''9.48; αἰσχύνα E.''IA''188 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> ([[θηλή]]) [[just giving milk]], [[μαζός]] Opp.''C.''1.437. [[νεοθαλής]] is also cited by Theognost. ''Can.''136.]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />qui tète depuis peu.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[θηλή]].<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />jeune, frais.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[θάλλω]].
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />[[qui tète depuis peu]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[θηλή]].<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />[[jeune]], [[frais]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[θάλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεοθηλής]] και δωρ. τ. [[νεοθαλής]] και ιων. τ. [[νεηθαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο [[χλωρός]] («τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν δῑα φῡεν νεοθηλέα ποίην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσφατος]] («φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ νεοθαλεῖ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θηλῶ</i>) <i>θᾱλῶ</i> «[[ανθίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ερι</i>-<i>θηλής</i>].<br /> <b>(II)</b><br />[[νεοθηλής]], -ές (Α)<br />(για μαστό) αυτός που άρχισε να θηλάζεται πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>θηλής</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεοθηλής]] και δωρ. τ. [[νεοθαλής]] και ιων. τ. [[νεηθαλής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο [[χλωρός]] («τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν δῖα φῡεν νεοθηλέα ποίην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρόσφατος]] («φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ νεοθαλεῖ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θηλῶ</i>) <i>θᾱλῶ</i> «[[ανθίζω]]»), [[πρβλ]]. [[εριθηλής]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[νεοθηλής]], -ές (Α)<br />(για μαστό) αυτός που άρχισε να θηλάζεται πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θηλή]]), [[πρβλ]]. [[ευθηλής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθηλής Medium diacritics: νεοθηλής Low diacritics: νεοθηλής Capitals: ΝΕΟΘΗΛΗΣ
Transliteration A: neothēlḗs Transliteration B: neothēlēs Transliteration C: neothilis Beta Code: neoqhlh/s

English (LSJ)

Dor. νεοθαλής, ές, (θάλλω)
A fresh-budding or sprouting, νεοθηλέα ποίην Il.14.347, cf. Hes.Th.576; ν. ὕλης h.Merc.82.
2 of animals, new-born, νεβρός, μόσχος, Anacr.51, AP9.274 (Phil.), cf. Gal.4.718.
3 metaph., fresh, εὐφροσύνη h.Hom.30.13; ν. αὔξεται νικαφορία grows with youthful vigour, Pi.N.9.48; αἰσχύνα E.IA188 (lyr.).
II (θηλή) just giving milk, μαζός Opp.C.1.437. νεοθαλής is also cited by Theognost. Can.136.]

German (Pape)

[Seite 242] ές, 1) frisch, neu keimend, sprossend, grünend; ποίη, Il. 14, 347; Hes. Th. 576; ὕλη, H. h. Merc. 82; νεοθαλὴς νικαφορία, Pind. N. 9, 43; frisch, freudig gedeihend, εὐφροσύνη, H. h. 30, 13; κοῦραι, Anacr. 40, 14. – 2) (θηλή) frisch milchenb, μαζός, Opp. Cyn. 1, 437. – Auch = νεογλαγής; μόσχος, Philp. 59 (IX, 274); ἀμνός, Opp. Cyn. 2, 357.

French (Bailly abrégé)

1ής, ές :
qui tète depuis peu.
Étymologie: νέος, θηλή.
2ής, ές :
jeune, frais.
Étymologie: νέος, θάλλω.

Russian (Dvoretsky)

νεοθηλής: θηλή недавно родившийся, новорожденный (μόσχος Anth.).
II дор. νεοθᾱλής 2 θάλλω
1 молодой, свежий (ποίη Hom.; ὕλη HH; στέφανος Hes.);
2 девичий (αἰσχύνη Eur.);
3 юношеский (εὐφροσύνη HH).

Greek (Liddell-Scott)

νεοθηλής: Δωρ. -θᾱλής, ές· (√ ΘΑΛ, τέθηλα)· - ὁ νεωστὶ ἀρξάμενος νὰ θάλλῃ, νὰ βλαστάνῃ, νεοθηλέα ποίην Ἰλ. Ξ. 347· στεφάνους νεοθηλέας Ἡσ. Θ. 576· νεοθηλέος ὕλης Ὁμηρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 82. 2) ἐπὶ ζῴων, ὁ πρὸ μικροῦ γεννηθείς, νεογέννητος, Ἀνακρ. 51, Ἀνθολ. Π. 9. 274, πρβλ. Ὀππ. Κυν. 1. 436. 3) μεταφορ., πρόσφατος, εὐφροσύνη Ὁμ. Ὕμν. 30. 13· ν. αὔξεται νικαφορία, αὐξάνεται μετὰ νεανικῆς ἀκμῆς, Πίνδ. Ν. 9. 115· αἰσχύνα Εὐρ. Ι. Α. 188. ΙΙ. (θηλὴ) ὁ μόλις ἀρξάμενος νὰ θηλάζηται, μαζὸς Ὀππ. Κυν. 1. 436. [νεοθᾰλὴς μνημονεύεται ὡσαύτως ἐν Θεογνώστ. Καν. 136· πρβλ. νεηθαλής].

English (Autenrieth)

ές (θάλλω): fresh-sprouting, Il. 14.347†.

Greek Monolingual

(I)
νεοθηλής και δωρ. τ. νεοθαλής και ιων. τ. νεηθαλής, -ές (Α)
1. αυτός που άρχισε να θάλλει πρόσφατα, αυτός που βλάστησε πρόσφατα, ο χλωρός («τοῖσι δ' ὑπὸ χθὼν δῖα φῡεν νεοθηλέα ποίην», Ομ. Ιλ.)
2. (για ζώα) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα
3. μτφ. πρόσφατος («φοινίσσουσα παρῇδ' ἐμὰν αἰσχύνᾳ νεοθαλεῖ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηλής (< θηλῶ) θᾱλῶ «ανθίζω»), πρβλ. εριθηλής].
(II)
νεοθηλής, -ές (Α)
(για μαστό) αυτός που άρχισε να θηλάζεται πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θηλής (< θηλή), πρβλ. ευθηλής].

Greek Monotonic

νεοθηλής: (θάλλω), Δωρ. -θᾱλής, -ές,
1. αυτός που άρχισε πρόσφατα να ανθίζει ή να βλασταίνει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
2. λέγεται για ζώα, νεογέννητος, σε Ανθ.
3. μεταφ., πρόσφατος· εὐφροσύνη, σε Ομηρ. Ύμν.· νεοθηλὴς αὔξεται νικαφορία, αναπτύσσεται με νεανική ακμή, σε Πίνδ.

Middle Liddell

νεο-θηλής, δοριξ νεο-θᾱλής, ές θάλλω
1. fresh budding or sprouting, Il., Hes.
2. of animals, new-born, Anth.
3. metaph. fresh, εὐφροσύνη Hhymn.; ν. αὔξεται grows with youthful vigour, Pind.