παραχαράσσω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paracharasso | |Transliteration C=paracharasso | ||
|Beta Code=paraxara/ssw | |Beta Code=paraxara/ssw | ||
|Definition=Att. παραχαράττω, < | |Definition=Att. [[παραχαράττω]],<br><span class="bld">A</span> [[re-stamp]], i.e. [[re-value]] the currency, metaph., Diog.Cyn. ap. D.L.6.20,71, Str. ''Chr.''12.23, Jul. ''Or.''7.211b,c, Suid. s. v. <b class="b3">γνῶθι σαυτόν; δεῖ κἀμὲ νόμισμα παρακόψαι καὶ π. τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτείᾳ</b> Alexander Magn. ap. Plu.2.332c; <b class="b3">π. τὰ εἰς τὴν δίαιταν</b> [[set up a new standard of]] life, Luc.''Demon.''5.<br><span class="bld">II</span> esp. [[debase]] the currency, οἱ -οντες τὸ νόμισμα, κἂν μέρος λυμήνωνται, τὸ σύμπαν διεφθαρκέναι δοκοῦσιν D.Chr.31.24:—Pass., Harp.s.v. [[παράσημος ῥήτωρ]].<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ π.</b>, of sabbath-breakers, Ph.2.298, cf. 562, al., Luc.''Am.''22; π. τὴν πάτριον. ὑπόθεσιν Dam.''Pr.'' 113.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ -κεχαραγμένα</b> [[re-minted]], i.e. used with new meanings, Aristid.''Rh.'' 1p.508S., cf. Gal.7.834. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic -ττω<br />to [[mark]] with a false [[stamp]], [[falsify]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:15, 21 September 2023
English (LSJ)
Att. παραχαράττω,
A re-stamp, i.e. re-value the currency, metaph., Diog.Cyn. ap. D.L.6.20,71, Str. Chr.12.23, Jul. Or.7.211b,c, Suid. s. v. γνῶθι σαυτόν; δεῖ κἀμὲ νόμισμα παρακόψαι καὶ π. τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτείᾳ Alexander Magn. ap. Plu.2.332c; π. τὰ εἰς τὴν δίαιταν set up a new standard of life, Luc.Demon.5.
II esp. debase the currency, οἱ -οντες τὸ νόμισμα, κἂν μέρος λυμήνωνται, τὸ σύμπαν διεφθαρκέναι δοκοῦσιν D.Chr.31.24:—Pass., Harp.s.v. παράσημος ῥήτωρ.
2 metaph., τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ π., of sabbath-breakers, Ph.2.298, cf. 562, al., Luc.Am.22; π. τὴν πάτριον. ὑπόθεσιν Dam.Pr. 113.
b ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ -κεχαραγμένα re-minted, i.e. used with new meanings, Aristid.Rh. 1p.508S., cf. Gal.7.834.
German (Pape)
[Seite 508] att. -ττω, falsch prägen, falsch münzen; καὶ παρακόψαι νόμισμα, Plut. de Alex. fort. 1, 10; übertr., οὐ παραχαράττων τὰ εἰς τὴν δίαιταν, ἀλλ' ὁμοδίαιτος ἅπασι, Luc. Demon. 5; auch a. Sp.
French (Bailly abrégé)
marquer d'une fausse empreinte en parl. de monnaies ; falsifier, acc..
Étymologie: παρά, χαράσσω.
Russian (Dvoretsky)
παραχᾰράσσω: атт. παραχᾰράττω
1 фальсифицировать, подделывать (νόμισμα Plut.);
2 ухудшать: π. τὰ ἐς τὴν δίαιταν Luc. вести жалкий образ жизни.
Greek (Liddell-Scott)
παραχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, χαράττω διὰ ψευδοῦς χαράγματος, παραποιῷ, κιβδηλεύω, Πλούτ. 2. 332Β· γνῶθι σεαυτόν, καὶ τὸ νόμισμα παραχάραξον Χρησμ. παρὰ Σουΐδ., ἴδε Menag. εἰς Διογ. Λ. 6. 20· - συχν. μεταφορ., Φίλων 2. 562, Λουκ. Δημώνακτ. βίος, 5, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραχαράσσον· παραλλάσσον, παρασημαῖνον».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν
μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῖον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ.
β. «παραχάραξε την αλήθεια»)
νεοελλ.
απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι παραχαράκτης
μσν.-αρχ.
1. σφραγίζω εκ νέου ή με νέα σφραγίδα, δίνω νέα αξία, νέα τιμή στο νόμισμα («δεῖ κἀμε νόμισμα παρακόψαι καὶ παραχαράξαι τὸ βαρβαρικὸν Ἑλληνικῇ πολιτεία», Πλούτ.)
2. μτφ. αναπροσδιορίζω, προσδιορίζω νέους όρους («παραχαράττων τὰ εἰς τὴν δίαιταν» — προσδιορίζοντας νέους όρους ζωής, Λουκιαν.)
αρχ.
1. υποβιβάζω, υποτιμώ, εξευτελίζω το νόμισμα («οἱ παραχαράσσοντες τὸ νόμισμα», Δίων Χρ.)
2. μτφ. παραβιάζω, υποβαθμίζω κάτι («τὰ καθωσιωμένα παρακόπτειν καὶ παραχαράσσειν», Φίλ.)
3. γραμμ. μτφ. μεταχειρίζομαι λέξη με άλλη σημασία, διαφορετική από την ορθή («ὀνόματα κεκαινοτομημένα καὶ παρακεχαραγμένα», Αριστείδ.).
Greek Monotonic
παραχᾰράσσω: Αττ. -ττω, χαράσσω με ψεύτικη σφραγίδα, πλαστογραφώ, σε Λουκ.