ἄμυδις: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
mNo edit summary |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ᾰ̓́μῠδῐς | ||
|Medium diacritics=ἄμυδις | |Medium diacritics=ἄμυδις | ||
|Low diacritics=άμυδις | |Low diacritics=άμυδις | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amydis | |Transliteration C=amydis | ||
|Beta Code=a)/mudis | |Beta Code=a)/mudis | ||
|Definition=[ᾰ], Aeol. < | |Definition=[ᾰ], Aeol.<br><span class="bld">A</span> = [[ἅμα]], Sch.D.T.p.281 H.:<br><span class="bld">I</span> of [[time]], [[together]], [[at the same time]], Od.12.415, Hes.''Sc.''345, etc.<br><span class="bld">II</span> more freq. of [[place]], [[all together]], ἄμυδις κικλήσκετο Il.10.300; <b class="b3">ἄμυδις στήσασα</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[καλέσασα]]) θεούς 20.114, cf. 13.336; ὀστέα . . πάντ' ἄμυδις 12.385; <b class="b3">ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον</b> threw burning embers [[together]], 23.217; freq. in late Ep., A.R.1.961, Arat.581, etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἄμῠδῐς)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />eol. por [[ἅμα]] Sch.D.T.25.281<br /><b class="num">1</b> [[juntamente]], [[junto]] [[ἄσπετος]] ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων | |dgtxt=(ἄμῠδῐς)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />eol. por [[ἅμα]] Sch.D.T.25.281<br /><b class="num">1</b> [[juntamente]], [[junto]] [[ἄσπετος]] ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις <i>Il</i>.10.524, σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς <i>Il</i>.12.385, ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' [[ἄμυδις]] φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαις <i>h.Hom</i>.19.3, cf. <i>Il</i>.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.<i>Fr</i>.295.<br /><b class="num">2</b> [[a la vez]], [[al tiempo]] Ζεὺς δ' [[ἄμυδις]] βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν <i>Od</i>.12.415, [[ἄμυδις]] δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' Ὀλύμπου Hes.<i>Th</i>.689, cf. <i>Sc</i>.345, <i>h.Cer</i>.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.<i>H</i>.2.547. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv. éol.</i><br /><b>1</b> [[au même endroit]], [[ensemble]];<br /><b>2</b> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]]. | |btext=<i>adv. éol.</i><br /><b>1</b> [[au même endroit]], [[ensemble]];<br /><b>2</b> [[en même temps]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅμα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄμῠδῐς:''' (ᾰ) adv. вместе, одновременно, сразу Hom. | |elrutext='''ἄμῠδῐς:''' (ᾰ) adv. [[вместе]], [[одновременно]], [[сразу]] Hom. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:28, 6 December 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Aeol.
A = ἅμα, Sch.D.T.p.281 H.:
I of time, together, at the same time, Od.12.415, Hes.Sc.345, etc.
II more freq. of place, all together, ἄμυδις κικλήσκετο Il.10.300; ἄμυδις στήσασα (v.l. καλέσασα) θεούς 20.114, cf. 13.336; ὀστέα . . πάντ' ἄμυδις 12.385; ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον threw burning embers together, 23.217; freq. in late Ep., A.R.1.961, Arat.581, etc.
Spanish (DGE)
(ἄμῠδῐς)
• Prosodia: [ᾰ-]
eol. por ἅμα Sch.D.T.25.281
1 juntamente, junto ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄμυδις Il.10.524, σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς Il.12.385, ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' ἄμυδις φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαις h.Hom.19.3, cf. Il.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.Fr.295.
2 a la vez, al tiempo Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν Od.12.415, ἄμυδις δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th.689, cf. Sc.345, h.Cer.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.H.2.547.
German (Pape)
[Seite 130] Äolisch anstatt ἁμάδισ, vgl. ἄλλυδις, s. Herodian. Scholl. Iliad. 9, 6. 20, 114 Od. 4, 659; = ἅμα, ὁμοῦ, Apoll. lex. Hom. 25, 4, zugleich, zusammen, mit einander, von Ort u. Zeit; περιττῶς bei πᾶς Iliad. 12, 385 Od. 12, 413 σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς, alle mit einander; Iliad. 10, 300 ἄμυδις κικλήσκετο riefzusammen; 20, 114 ἡ δ' ἄμυδις στήσασα θεούς, Zenodot ἦ δ' ἄμυδις καλέσασα θεούς, s. Scholl. Ariston. u. Didym.; 13, 336 ἀνέμων, οἵ τ' ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην; Od. 4, 659 μνηστῆρας δ' ἄμυδις κάθισαν; Iliad. 20, 374 τῶν δ'ἄμυδις μίχθη μένος, ὦρτο δ'ἀυτή; 158 κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ' ἀνέρες έξοχ' ἄριστοι συνίτην, v.l. Scholl. ἄμυδις δὲ δύ' ἀνέρες; 10, 524 θυνόντων ἄμυδις: 13, 343 ἐρχομένων ἄμυδις; 9, 6 ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινον κορθύεται, zu gleicher Zeit, alsbald; Od. 12, 415. 14, 305 Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε, zugleich mit dem Vorhergehenden, vgl. Scholl. 12, 415; 5, 467 μή μ' ἄμυδις στίῃη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση δαμάσῃ, vereint; Iliad. 23, 217 παννύχιοι δ' ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον, vereint. – Apoll. Rh. u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv. éol.
1 au même endroit, ensemble;
2 en même temps.
Étymologie: ἅμα.
Russian (Dvoretsky)
ἄμῠδῐς: (ᾰ) adv. вместе, одновременно, сразу Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμυδις: [ῠ], ἀρχαῖος τύπος τοῦ ἅμα: Ι. ἐπὶ χρόνου, ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Ὀδ. Μ. 415. ΙΙ. συχνότερον ἐπὶ τόπου, ὁμοῦ, ἐπὶ τὸ αὐτό, ἄμυδις κικλήσκετο Ἰλ. Κ. 300· ἄμυδις καλέσασα Υ. 114· ὀστέα... πάντ’ ἄμυδις Μ. 385· ἄμυδις ἱστᾶσιν = συνιστᾶσιν Ν. 336· φλόγα ἄμυδις ἔβαλλον, ἀνερρίπιζον ὁμοῦ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Ψ. 217: συχνάκις παρὰ μεταγεν. Ἐπ. - Πρβλ. ἀμάδις. (Ἡ λέξ. εἶναι Αἰολικὴ ὡς τὰ ἀγυρά, ἄλλυδις· ἐντεῦθεν ἡ ψιλή).
Greek Monolingual
ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α)
1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί
2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του -ο σε -υ και ψίλωση. Σχετικά με το επίθημα -δις είναι κυρίως αιολικό και παρουσιάζεται με τοπική έννοια στην ομηρική γλώσσα, στο τέλος συνήθως του στίχου (πρβλ. οἴκαδις, χαμάδις)].
Greek Monotonic
ἄμυδις: [ᾰ],ῠ], ἅμα·
I. λέγεται για χρόνο, μαζί, την ίδια στιγμή, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για τόπο, μαζί, όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
= ἅμα]
I. of time, together, at the same time, Od.
II. of place, together, all together, Il.