ὑδαρής: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ydaris
|Transliteration C=ydaris
|Beta Code=u(darh/s
|Beta Code=u(darh/s
|Definition=ές, (ὕδωρ) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[watery]], ὑδαρὲς διαχωρεῖν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prog.</span>11</span>; ἰχῶρες <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>586b33</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> mostly of wine, [[mixed with too much water]], ὑδαρἦ 'νέχεέν σοι;—παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ <span class="bibl">Pherecr. 70</span>, cf. Hp. Aër.9 (Sup.), <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>1.3</span>, <span class="bibl">Alex.226</span>, <span class="bibl">230</span>, Gal.6.272 (Comp.); κεράννυται οὔθ' ὑδαρὲς οὔτ' ἄκρατον <span class="bibl">Antiph. 24</span>; κυλίκιον ὑ. <span class="bibl">Lyc.<span class="title">Fr.</span>2</span>: metaph., <b class="b3">τὸ χρύσιον κέρναν ὐδαρέστερον</b>, i.e. mix [[with a higher proportion of alloy]], IG12(2).1.14 (Mytil., iv B. C.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> metaph., [[washy]], [[feeble]], [[languid]], ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>798</span> (anap.); φιλία <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1262b15</span>; μῦθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Po.</span>1462b7</span>; ὑ. καὶ ψυχρὸς λόγος <span class="bibl">D.H.<span class="title">Din.</span> 11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of colour, [[watery]], [[pale grey]], ὄμμα προβάτων <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>779a32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> of taste, [[insipid]], as plums, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.12.1</span>.</span>
|Definition=ὑδαρές, ([[ὕδωρ]])<br><span class="bld">A</span> [[watery]], ὑδαρὲς [[διαχωρέω|διαχωρεῖν]] Hp.''Prog.''11; [[ἰχώρ|ἰχῶρες]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''586b33, etc.<br><span class="bld">2</span> mostly of [[wine]], [[mixed with too much water]], ὑδαρἦ 'νέχεέν σοι;—παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Pherecr. 70, cf. Hp. Aër.9 (Sup.), X.''Lac.''1.3, Alex.226, 230, Gal.6.272 (Comp.); κεράννυται οὔθ' ὑδαρὲς οὔτ' [[ἄκρατος|ἄκρατον]] Antiph. 24; [[κυλίκιον]] ὑδαρές Lyc.''Fr.''2: metaph., <b class="b3">τὸ χρύσιον κέρναν ὐδαρέστερον</b>, i.e. [[mix]] [[with a higher proportion of alloy]], IG12(2).1.14 (Mytil., iv B. C.).<br><span class="bld">3</span> metaph., [[washy]], [[feeble]], [[languid]], ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι A.''Ag.''798 (anap.); [[φιλία]] Arist.''Pol.''1262b15; [[μῦθος]] Id.''Po.''1462b7; ὑδαρὴς καὶ ψυχρὸς [[λόγος]] D.H.''Din.'' 11.<br><span class="bld">II</span> of [[colour]], [[watery]], [[pale grey]], [[ὄμμα]] προβάτων Arist.''GA''779a32.<br><span class="bld">III</span> of [[taste]], [[insipid]], as [[plum]]s, Thphr.''HP''1.12.1.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />mélangé d’eau, <i>càd</i> faible (vin).<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
|btext=ής, ές :<br />mélangé d'eau, <i>càd</i> faible (vin).<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 22:20, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδᾰρής Medium diacritics: ὑδαρής Low diacritics: υδαρής Capitals: ΥΔΑΡΗΣ
Transliteration A: hydarḗs Transliteration B: hydarēs Transliteration C: ydaris Beta Code: u(darh/s

English (LSJ)

ὑδαρές, (ὕδωρ)
A watery, ὑδαρὲς διαχωρεῖν Hp.Prog.11; ἰχῶρες Arist.HA586b33, etc.
2 mostly of wine, mixed with too much water, ὑδαρἦ 'νέχεέν σοι;—παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Pherecr. 70, cf. Hp. Aër.9 (Sup.), X.Lac.1.3, Alex.226, 230, Gal.6.272 (Comp.); κεράννυται οὔθ' ὑδαρὲς οὔτ' ἄκρατον Antiph. 24; κυλίκιον ὑδαρές Lyc.Fr.2: metaph., τὸ χρύσιον κέρναν ὐδαρέστερον, i.e. mix with a higher proportion of alloy, IG12(2).1.14 (Mytil., iv B. C.).
3 metaph., washy, feeble, languid, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι A.Ag.798 (anap.); φιλία Arist.Pol.1262b15; μῦθος Id.Po.1462b7; ὑδαρὴς καὶ ψυχρὸς λόγος D.H.Din. 11.
II of colour, watery, pale grey, ὄμμα προβάτων Arist.GA779a32.
III of taste, insipid, as plums, Thphr.HP1.12.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, wässerig, durch Wasser verdünnt, verfälscht; eigtl. vom Weine, Gegensatz ἄκρατος, Antiphan. bei Ath. V, 441 b; Xen. Lac. 1, 3; Arist. H. A. 7, 12; dah. übertr., geschwächt, oder falsch, verstellt, φιλότης Aesch. Ag. 772.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mélangé d'eau, càd faible (vin).
Étymologie: ὕδωρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰρής: (ῠ)
1 водянистый, разжиженный (ἰχῶρες Arst.; αἷμα Plut.); разбавленный водой (οἶνος Xen., Plut.);
2 перен. водянистый, бледный, бесцветный (ὄμμα Arst.);
3 пресный, безвкусный (μῦθος Arst.);
4 притворный, холодный (φιλότης Aesch.; φιλία Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρής: -ές, γεν. έος· (ὕδωρ)· - «νερουλός», διαχώρημα Ἱππ. Προγν. 40· καταμήνια ὑδαρέστερα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 40. 1. 16· ἰχῶρες αὐτόθι 7. 9, 2, κλπ. 2) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ οἴνου μεμιγμένος μετὰ πολλοῦ ὕδατος, «νερωμένος», ὑδαρῆ ’νέχεέν σοι; - παντάπασι μὲν οὖν ὕδωρ Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 4, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 286, Ξεν. Λακ. 1, 3, Ἄλεξις ἐν «Τίτθῃ» 1, ἐν «Τοκιστῇ» 1· κεράννυται οὔθ’ ὑδαρὲς οὔτ’ ἄκρατον Ἀντιφάν. ἐν «Ἀκοντιζομένῃ» 1. 4· ὑδ. κυλίκιον Λυκόφρ. ὁ Χαλκιδεὺς παρ’ Ἀθην. 420C. - Ἐπίρρ., οἶνος ὑδαρῶς συγκεκραμένος Μοσχίων· - ἴδε κιρνάω ἐν τέλ. 3) μεταφορ., ἀδύνατος, χαλαρός, ὑδαρεῖ σαίνειν φιλότητι Αἰσχύλ. Ἀγ. 798 φιλία Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 4, 7 μῦθος ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 13· τὸ ὑδ. τοῦ φρονήματος Κλήμ. Ἀλ. 184. ΙΙ. ἐπὶ χρώματος, ὑδατόχρους, ὠχρός, ὄμμα προβάτων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 17.

Greek Monolingual

-ές / ὑδαρής, -ές, ΝΜΑ ὕδωρ, -ατος]
υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος
2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος
3. (για το χρώμα της επιδερμίδας) ωχρός
4. μτφ. i) εξασθενημένος, αδύναμος
ii) προσποιητός.
επίρρ...
ὑδαρῶς ΜΑ
1. με ανάμιξη νερού
2. με χαλαρότητα («ὑδαρῶς τὰ πάντα καὶ κακῶς ἐδίδασκε», Επιφάν.).

Greek Monotonic

ὑδᾰρής: -ές (ὕδωρ), γεν. -έος, λέγεται για κρασί, ο αναμεμιγμένος με πάρα πολύ νερό, νερωμένος, νερουλός, σε Ξεν.· μεταφ., αδύνατος, αραιός, άτονος, αδύναμος, ασθενικός, νωθρός, αποχαυνωμένος, σε Αισχύλ., Αριστ.

Middle Liddell

ὑδᾰρής, ές ὕδωρ
of wine, mixed with too much water, watery, washy, Xen.:—metaph. washy, feeble, languid, Aesch., Arist.

Mantoulidis Etymological

(=νερουλός, χαλαρός). Ἀπό τό ὕδωρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.