μηχάνημα: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=michanima
|Transliteration C=michanima
|Beta Code=mhxa/nhma
|Beta Code=mhxa/nhma
|Definition=ατος, τό, = [[μηχανή]] ([[contrivance]], [[engine]], [[theatrical machine]], [[device]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[machine]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>42</span>; [[mechanical device]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span>848a36</span>; esp. [[engine of war]], used in sieges, mostly in plural, <span class="bibl">D.18.87</span>, <span class="bibl">Plb.1.48.2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Marc.</span>14</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[subtle contrivance]], freq. in Trag., as <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>469</span>,<span class="bibl">989</span>; of the robe in which Agamemnon was entangled, <span class="bibl">Id.<span class="title">Ch.</span>981</span>; λόγου μ. ποικίλον <span class="bibl">S. <span class="title">OC</span>762</span>; τὰ Ἥρας μ. <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>855</span>; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ <span class="bibl">Antipho 5.22</span>; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.6.38</span>; <b class="b3">πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς</b> ib. <span class="bibl">8.6.17</span>; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις <span class="bibl">Id.<span class="title">Lac.</span>8.5</span>; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ… χρήμαθ' ἕξω <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>872</span>.</span>
|Definition=μηχανήματος, τό, = [[μηχανή]] ([[contrivance]], [[engine]], [[theatrical machine]], [[device]]),<br><span class="bld">A</span> [[machine]], Hp.''Art.''42; [[mechanical device]], Arist.''Mech.''848a36; esp. [[engine of war]], used in sieges, mostly in plural, D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.''Marc.''14, etc.<br><span class="bld">II</span> [[subtle contrivance]], freq. in Trag., as [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.''Ch.''981; λόγου μ. ποικίλον S. ''OC''762; τὰ Ἥρας μ. E.''HF''855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''1.6.38; <b class="b3">πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς</b> ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.''Lac.''8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ… χρήμαθ' ἕξω Ar.''Ec.''872.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:19, 7 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰ́νημα Medium diacritics: μηχάνημα Low diacritics: μηχάνημα Capitals: ΜΗΧΑΝΗΜΑ
Transliteration A: mēchánēma Transliteration B: mēchanēma Transliteration C: michanima Beta Code: mhxa/nhma

English (LSJ)

μηχανήματος, τό, = μηχανή (contrivance, engine, theatrical machine, device),
A machine, Hp.Art.42; mechanical device, Arist.Mech.848a36; esp. engine of war, used in sieges, mostly in plural, D.18.87, Plb.1.48.2, Plu.Marc.14, etc.
II subtle contrivance, freq. in Trag., as A.Pr.469,989; of the robe in which Agamemnon was entangled, Id.Ch.981; λόγου μ. ποικίλον S. OC762; τὰ Ἥρας μ. E.HF855; οὐδενὶ μηχανήματιοὐδ' ἀπάτῃ Antipho 5.22; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ. X.Cyr.1.6.38; πρὸς τὸ μέγεθος τῆς ἀρχῆς ib. 8.6.17; μ. εἰς τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις Id.Lac.8.5; δεῖ μηχανήματός τινος ὅπως τὰ… χρήμαθ' ἕξω Ar.Ec.872.

German (Pape)

[Seite 181] τό, das künstlich Bereitete, Ersonnene, der Kunstgriff; τοιαῦτα μηχανήματ' ἐξευρών, Aesch. Prom. 467; λαβοῦσα μηχανήματα, Ag. 1098; Soph. O. C. 766; τὰ Ἥρας καλὰ μηχανήματα, Eur. Herc. fur. 855; Ar. Eccl. 1, 72; τὰ πρὸς τοὺς πολεμίους μ., Xen. Cyr. 1, 6, 32. – Belagerungsmaschinen, Pol. 1, 48, 2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 invention ingénieuse;
2 engin, machine, mécanisme, particul. machine de guerre;
3 moyen, expédient ; en mauv. part ruse, artifice, machination.
Étymologie: μηχανάω.

Russian (Dvoretsky)

μηχάνημα: ατος (χᾰ) τό
1 Trag., Arph., Xen. etc. = μηχανή;
2 ловушка, западня (λαβεῖν τινα μηχανήματι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνημα: τό, = μηχανή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· μάλιστα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Δημ. 254. 28, Πολύβ. 1. 48, 2. ΙΙ. εὐφυὴς ἐπίνοια, εὐφυὲς ἔργον, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 469, 989· ἐπὶ τοῦ συνερραμένου χιτῶνος ὃν ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος ἡ Κλυταιμνήστρα ἐν τῷ βαλανείῳ (πρβλ. μελάγκερως), ὁ αὐτ. ἐν Χο. 981· λόγου μ. ποικίλον Σοφ. Ο. Κ. 796· οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ’ ἀπάτῃ Ἀντιφῶν 132. 6· τὰ πρός τινα μ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38, πρβλ. 8. 6, 17· μ. εἰς τὸ πείθεσθαι ὁ αὐτ. Λακ. 8, 5· μ., ὅπως τά... χρήμαθ’ ἔξω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 872.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μηχάνημα, Μ και μηχάνημαν) μηχανώμαι
1. σύνθετη μηχανή η οποία έχει ειδικό προορισμό
2. μτφ. ευφυής επινόηση, τέχνασμα, κόλπο, δολοπλοκία
νεοελλ.
φρ. α) «μηχάνημα προβολής»
τεχνολ. συσκευή προβολής εικόνων σε οθόνη
β) «μηχανήματα έργων»
(μηχανολ.) συλλογικός χαρακτηρισμός τών πολυποίκιλων, συνήθως αυτοκινούμενων, μηχανικών μέσων τα οποία χρησιμοποιούνται σε εργοτάξια κατασκευών, όπως είναι λ.χ. οι γερανοί, οι φορτωτές, οι μπουλντόζες κ.λπ.
μσν.
σχέδιο, συμφωνία
μσν.-αρχ.
πολεμική μηχανή η οποία χρησιμοποιούνταν κυρίως σε περιπτώσεις πολιορκίας.

Greek Monotonic

μηχάνημα: -ατος, τό,
I. = μηχανή, πολεμική μηχανή, που χρησιμ. σε πολιορκίες, σε Δημ.
II. ευφυές τέχνασμα, πανούργα δουλειά, στους Τραγ.· λέγεται για το ένδυμα με το οποίο η Κλυταιμνήστρα τύλιξε τον Αγαμέμνονα στο μπάνιο του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μηχάνημα, ατος, τό, = μηχανή,]
I. an engine, used in sieges, Dem.
II. a subtle contrivance, cunning work, Trag.; of the robe in which Agamemnon was entangled, Aesch.

English (Woodhouse)

artifice, battering-ram, contrivance, cunning, device, expedient, plot, scheme, stratagem, trick, crafty design, engine of war, stratagem, thing contrived

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)