ἐπιρρώομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epirroomai
|Transliteration C=epirroomai
|Beta Code=e)pirrw/omai
|Beta Code=e)pirrw/omai
|Definition=old Ep. pres.: aor.1 Med. [[ἐπερρώσαντο]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[apply one's]] [[strength to]] a thing, [[work lustily at]] it, c. dat., [<b class="b3">μύλαις] δώδεκα πᾶσαι</b> <b class="b3">ἐπερρώοντο γυναῖκες</b> [[worked with might and main at]] the mill, <span class="bibl">Od.20.107</span>; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι <span class="bibl">A.R.2.661</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span>. [[move nimbly]], ποσσὶν ἐπερρώσαντο <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>8</span>, cf. <span class="bibl">A.R.1.385</span> (tm.): c. acc. cogn., <b class="b3">ἐπίρρωσαι δὲ</b> [[χορείην]] [[urge the rapid]] dance, <span class="title">AP</span>9.403 (Maec.). </span><span class="sense"><span class="bld">3</span>. [[follow rapidly]], ἐπερρώοντο τιθήνῃ <span class="bibl">Coluth.101</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. [[flow]] or [[stream upon]] (one's head), <b class="b3">χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο</b> his locks [[flowed waving]] from his head, <span class="bibl">Il.1.529</span>; πλοχμοὶ . . ἐπερρώοντο κιόντι <span class="bibl">A.R.2.677</span>.</span>
|Definition=old Ep. pres.: aor.1 Med. [[ἐπερρώσαντο]]:—<br><span class="bld">A</span> [[apply one's]] [[strength to]] a thing, [[work lustily at]] it, c. dat., [μύλαις] δώδεκα πᾶσαι <b class="b3">ἐπερρώοντο γυναῖκες</b> [[worked with might and main at]] the mill, Od.20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι A.R.2.661.<br><span class="bld">2</span>. [[move nimbly]], ποσσὶν ἐπερρώσαντο Hes.''Th.''8, cf. A.R.1.385 (tm.): c. acc. cogn., <b class="b3">ἐπίρρωσαι δὲ</b> [[χορείην]] [[urge the rapid]] dance, ''AP''9.403 (Maec.).<br><span class="bld">3</span>. [[follow rapidly]], ἐπερρώοντο τιθήνῃ Coluth.101.<br><span class="bld">II</span>. [[flow]] or [[stream upon]] (one's head), <b class="b3">χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο</b> his locks [[flowed waving]] from his head, Il.1.529; πλοχμοὶ.. ἐπερρώοντο κιόντι A.R.2.677.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιρρώομαι]] (αρχ. επικ. ενεστ. [[αντί]] ἐπιρρώνυμαι) (Α) [[ρώομαι]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] όλες μου τις δυνάμεις, [[εργάζομαι]] εντατικά («μύλαι [[εἵατο]]..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῑκες ἄλφιτα τεύχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτες) [[κωπηλατώ]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>3.</b> (με δοτ. προσ.) [[ακολουθώ]] με ζήλο<br /><b>4.</b> (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῑται [[ἐπερρώσαντο]] ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπιρρώομαι]] (αρχ. επικ. ενεστ. [[αντί]] ἐπιρρώνυμαι) (Α) [[ρώομαι]]<br /><b>1.</b> [[βάζω]] όλες μου τις δυνάμεις, [[εργάζομαι]] εντατικά («μύλαι [[εἵατο]]..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για κωπηλάτες) [[κωπηλατώ]] με όλες τις δυνάμεις μου<br /><b>3.</b> (με δοτ. προσ.) [[ακολουθώ]] με ζήλο<br /><b>4.</b> (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται [[ἐπερρώσαντο]] ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:26, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρώομαι Medium diacritics: ἐπιρρώομαι Low diacritics: επιρρώομαι Capitals: ΕΠΙΡΡΩΟΜΑΙ
Transliteration A: epirrṓomai Transliteration B: epirrōomai Transliteration C: epirroomai Beta Code: e)pirrw/omai

English (LSJ)

old Ep. pres.: aor.1 Med. ἐπερρώσαντο:—
A apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., [μύλαις] δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες worked with might and main at the mill, Od.20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσι A.R.2.661.
2. move nimbly, ποσσὶν ἐπερρώσαντο Hes.Th.8, cf. A.R.1.385 (tm.): c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην urge the rapid dance, AP9.403 (Maec.).
3. follow rapidly, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Coluth.101.
II. flow or stream upon (one's head), χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο his locks flowed waving from his head, Il.1.529; πλοχμοὶ.. ἐπερρώοντο κιόντι A.R.2.677.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπερρωόμην;
s'agiter vivement, se démener : μύλαις δώδεκα ἐπερρώοντο γυναῖκες OD douze femmes travaillaient activement aux meules ; en parl. de cheveux flotter : κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο IL tomber en flottant de la tête du dieu.
Étymologie: ἐπί, ῥώννυμι.

German (Pape)

(ῥώομαι),
1 worauf niederrollen, herabrollen, ἀμβρόσιαι δ' ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο Il. 1.532, die Locken wallten von seinem Haupte hernieder; πλοχμοὶ ἐπερρώοντο κιόντι, es bewegten sich die Locken, als er ging, Ap.Rh. 2.677.
2 sich wobei anstrengen, mit allen Kräften woran arbeiten, μύλαις δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, sie arbeiteten mit allen Kräften an den Mühlen, Od. 20.107; ἐπερρώοντ' ἐλάτῃσιν Ap.Rh. 2.661, 4.1633; ποσσὶν ἐπερρώσαντο, sie strengten sich mit den Füßen an, bewegten sich, tanzten, Hes. Th. 8; vgl. Qu.Sm. 11 (IX.403), ἐπίρρωσαι δὲ χορείην λάτριν, schwinge dich im Tanz, od. hebe den Tanz an; wogegen Ap.Rh. 1.385 ἐπὶ δ' ἐρρώσαντο πόδεσσι »sich darauf stützen« heißt. – Bei Coluth. 100 ist ἐπερρώοντο τιθήνῃ sie folgten eifrig.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιρρώομαι: быстро шевелиться, двигаться: ποσσὶν ἐ. Hes. кружиться в пляске; ἐ. χορείην Anth. быстро и мерно перебирать ногами (в давильне); χαῖται ἐπερρώσαντο κρατὸς ἀπ᾽ ἀθανάτοιο Hom. при этом колыхнулись кудри на бессмертной главе (Зевса); τῇσιν ἐπερρώοντο γυναῖκες Hom. на этих (мельницах) деятельно трудились (точнее суетились) женщины.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρώομαι: παλαιὸς Ἐπικ. ἐνεστ.: Μέσ. ἀόρ. α΄ ἐπερρώσαντο: - χύνομαι ἐπάνωθεν, ἐπὶ τῶν τριχῶν τῆς κεφαλῆς, ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο, οἱ δὲ θεῖαι τρίχες τῆς κόμης ἐχύθησαν κυματίζουσαι ἐκ τῆς ἀθανάτου κεφαλῆς τοῦ ἄνακτος, Ἰλ. Α. 529· πλοχμοί... ἐπερρώοντο κιόντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 677. 2) κινοῦμαι ἐλαφρῶς, ποσσὶν ἐπερρώσαντο, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἐπιτεταμένως καὶ ἐρρωμένως καὶ ἐντόνως ἐχόρευσαν» Ἡσ. Θ. 8, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 385· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἐπίρρωσαι δὲ χορείην, κάμε τὸν χορὸν ζωηρότερον, γοργότερον, Ἀνθ. Π. 9. 403. 3) ἀκολουθῶ ταχέως, ἐπερρώοντο τιθήνῃ Κολοῦθ. 100. ΙΙ. καταβάλλω πᾶσαν τὴν δύναμίν μου εἴς τι, ἐργάζομαι μετὰ προθυμίας, μετὰ δοτ., ἔνθ’ ἅρα οἱ μύλαι εἵατο ποιμένι λαῶν· τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες, εἰργάζοντο πάσῃ δυνάμει, Ὀδ. Υ. 107· ὁμῶς δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν, ὡς τὸ Λατ. incumbere remis, ἡμέραν καὶ νύκτα ὁμοίως ἐν νηνεμίᾳ ἐκωπηλάτουν ἐντόνως, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 661. Πρβλ. ῥώομαι.

English (Autenrieth)

see ῥώομαι, ipf. ἐπερρώοντο, plied their toil at the milis, Od. 20.107; aor. ἐπερρώσαντο, flowed down; χαῖται, Il. 1.529.

Greek Monolingual

ἐπιρρώομαι (αρχ. επικ. ενεστ. αντί ἐπιρρώνυμαι) (Α) ρώομαι
1. βάζω όλες μου τις δυνάμεις, εργάζομαι εντατικά («μύλαι εἵατο..., τῇσιν... ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι», Ομ. Οδ.)
2. (για κωπηλάτες) κωπηλατώ με όλες τις δυνάμεις μου
3. (με δοτ. προσ.) ακολουθώ με ζήλο
4. (για μαλλιά) χύνομαι κυματίζοντας («ἀμβρόσιαι δ’ ἄρα χαῖται ἐπερρώσαντο ἄνακτος κρατὸς ἀπ’ ἀθανάτοιο», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐπιρρώομαι: αόρ. αʹ -ερρωσάμην·
I. 1. Μέσ., χύνομαι ή ξεχύνομαι επάνω, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός, οι μπούκλες ξεχύθηκαν κυματίζοντας επάνω στο κεφάλι του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κινούμαι ελαφρώς, σε Ησίοδ.· με σύστ. αντ., ἐπίρρωσαι χορείην, κάνε τον χορό ζωηρότερο, πιο γρήγορο, σε Ανθ.
II. βάζω όλη μου τη δύναμη, τα δυνατά μου σε κάτι, εργάζομαι με προθυμία για έναν σκοπό, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

aor1 -ερρωσάμην
I. Mid. to flow or stream upon, χαῖται ἐπερρώσαντο ἀπὸ κρατός his locks flowed waving from his head, Il.
2. to move nimbly, Hes.: c. acc. cogn., ἐπίρρωσαι χορείην urge the rapid dance, Anth.
II. to apply one's strength to a thing, work lustily at it, c. dat., Od.