νήκερως: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), | |mltxt=[[νήκερως]], -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)<br />αυτός που δεν έχει κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], -<i>ατος</i>), [[πρβλ]]. [[άκερως]], [[δίκερως]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 16:45, 9 May 2023
English (LSJ)
ων, (νη-, κέρας) hornless, not horned, Epic nom. pl. νήκεροι, Hes. Op. 529.
German (Pape)
[Seite 251] ωτος, ohne Hörner, ungehörnt (?).
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
sans cornes.
Étymologie: νη-, κέρας.
Greek (Liddell-Scott)
νήκερως: -ων, (νη-) ἄνευ κεράτων, ὁ μὴ ἔχων κέρατα, Ἐπικ. ὀνομ. πληθ. νήκεροι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 527.
Greek Monolingual
νήκερως, -ων και επικ. τ. πληθ. αρσ. νήκεροι (Α)
αυτός που δεν έχει κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κέρως (< κέρας, -ατος), πρβλ. άκερως, δίκερως].
Greek Monotonic
νήκερως: -ων (νη-, κέρας), αυτός που δεν έχει κέρατα· Επικ. ονομ. πληθ. νήκεροι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νή-κερως, ων, (νη-, κέρας) not horned, epic nom. pl. νήκεροι Hes.