προτρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - " )" to ")")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protreptikos
|Transliteration C=protreptikos
|Beta Code=protreptiko/s
|Beta Code=protreptiko/s
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[hortatory]], λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]] = [[skill]] in [[oratory]], Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; [[προτρεπτικός]] (''[[sc.]]'' [[λόγος]]), ὁ, title of works by [[Aristotle]], [[Epicurus]], [[Cleanthes]], etc.: Comp., οὐδὲν προτρεπτικώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. [[προτρεπτικῶς]] = [[encouragingly]], Luc.Somn.3.<br><span class="bld">2</span> generally, [[exciting]], [[stimulating]], ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; [[γάλα]]κτος Gp.12.13.2.
|Definition=προτρεπτική, προτρεπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[hortatory]], λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]] = [[skill]] in [[oratory]], Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; [[προτρεπτικός]] (''[[sc.]]'' [[λόγος]]), ὁ, title of works by [[Aristotle]], [[Epicurus]], [[Cleanthes]], etc.: Comp., οὐδὲν προτρεπτικώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. [[προτρεπτικῶς]] = [[encouragingly]], Luc.Somn.3.<br><span class="bld">2</span> generally, [[exciting]], [[stimulating]], ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; [[γάλα]]κτος Gp.12.13.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] [[aansporend]] (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν [[vochtafdrijvend]] Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός ( ''[[sc.]]'' λόγος ) [[waarschuwing]], [[aansporing]], [[betoog]]; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).
|elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] [[aansporend]] (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν [[vochtafdrijvend]] Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός (''[[sc.]]'' λόγος) [[waarschuwing]], [[aansporing]], [[betoog]]; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 36: Line 36:
{{trml
{{trml
|trtx====[[persuasive]]===
|trtx====[[persuasive]]===
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἀναπειστήριος]], [[εὐπειθής]], [[δυσωπητικός]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[πιθανός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande
}}
}}

Latest revision as of 12:39, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτρεπτικός Medium diacritics: προτρεπτικός Low diacritics: προτρεπτικός Capitals: ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: protreptikós Transliteration B: protreptikos Transliteration C: protreptikos Beta Code: protreptiko/s

English (LSJ)

προτρεπτική, προτρεπτικόν,
A hortatory, λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ προτρεπτικὴ σοφία = skill in oratory, Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; προτρεπτικός (sc. λόγος), ὁ, title of works by Aristotle, Epicurus, Cleanthes, etc.: Comp., οὐδὲν προτρεπτικώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. προτρεπτικῶς = encouragingly, Luc.Somn.3.
2 generally, exciting, stimulating, ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; γάλακτος Gp.12.13.2.

German (Pape)

[Seite 793] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; λόγος, Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui peut pousser en avant ou qui peut stimuler, persuasif, avec πρός et l'acc.;
Sp. προτρεπτικώτατος.
Étymologie: προτρέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] aansporend (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν vochtafdrijvend Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός (sc. λόγος) waarschuwing, aansporing, betoog; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie).

Russian (Dvoretsky)

προτρεπτικός: увещевательный, убеждающий (λόγοι Isocr., Arst.; σοφία Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

προτρεπτικός: -ή, -όν, ὁ χάριν προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. σοφία, ἡ ῥητορικὴ τέχνηδεξιότης, Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) καθόλου, ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, διεγερτικός, εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30.

Greek Monolingual

ή, ό / προτρεπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προτρέπω
1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.)
αρχ.
1. ερεθιστικός, διεγερτικόςἔδεσμα γάλακτος προτρεπτικόν», Γεωπ.)
2. ως κύριο όν. Προτρεπτικός
τίτλος έργου του Αριστοτέλους, του Επικούρου κ.α.
3. φρ. «προτρεπτικὴ σοφία» — η ρητορική τέχνη.
επίρρ...
προτρεπτικώς / προτρεπτικῶς ΝΑ, και προτρεπτικά Ν
1. κατά τρόπο προτρεπτικό, παρορμητικό
2. πειστικά.

Greek Monotonic

προτρεπτικός: -ή, -όν, παραινετικός ἡ προτρεπτικὴ σοφία, ρητορική ικανότητα ή δεξιότητα, σε Πλάτ.· κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -κῶς, πειστικά, σε Λουκ.

Middle Liddell

προτρεπτικός, ή, όν
persuasive, ἡ πρ. σοφία skill in oratory, Plat.; κήρυγμα προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, persuasively, Luc. [from προτρέπω

Translations

persuasive

Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: persuasif, convaincant; Galician: persuasivo, persuasor; German: überzeugend, Überredungs-; Greek: πειστικός; Ancient Greek: ἄμαχος, ἀναπειστήριος, ἀξιοτέκμαρτος, ἀποδεικτικός, ἀσφαλής, δυσωπητικός, εὐπειθής, εὐπιθής, κωτίλος, παραρρητός, πειθός, πειστήριος, πειστικός, περαντικός, πιθανός, πιστευτικός, πιστικός, προσαγωγός, προτρεπτικός, συνακτικός, συνερκτικός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Latin: suasorius; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: persuasivo, persuasível, convincente, persuasório; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: убедительный; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: persuasivo, convincente, persuasor, persuasorio; Swedish: övertygande