κατάπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataptosis
|Transliteration C=kataptosis
|Beta Code=kata/ptwsis
|Beta Code=kata/ptwsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fall]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>42</span>; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου <span class="bibl">Simp.<span class="title">in Ph.</span>261.17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Medic., [[collapse]], ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of [[epileptic]] [[seizure]]s, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.64</span>, cf. <span class="bibl">Vett.Val.38.13</span> (pl.): hence of a spell which induces a [[trance]], PMag.Par.1.850. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[downfall]], [[calamity]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">3 Ma.</span>2.14</span>.</span>
|Definition=καταπτώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[fall]], Hp.''Art.''42; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου Simp.''in Ph.''261.17.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[collapse]], ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of [[epileptic]] [[seizure]]s, Alex.Aphr.''Pr.''2.64, cf. Vett.Val.38.13 (pl.): hence of a spell which induces a [[trance]], PMag.Par.1.850.<br><span class="bld">3</span> [[downfall]], [[calamity]], [[LXX]] ''3 Ma.''2.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] ἡ, das Herunterfallen, Einstürzen, Einfallen, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1373.png Seite 1373]] ἡ, das [[Herunterfallen]], [[Einstürzen]], [[Einfallen]], Medic.
}}
{{ls
|lstext='''κατάπτωσις''': -εως, ἡ, [[πτῶσις]], [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) [[πτῶσις]], [[δυστυχία]], Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 20: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάπτωσις -εως, ἡ [καταπίπτω] [[val]], [[tuimeling]].
|elnltext=κατάπτωσις, καταπτώσεως, ἡ [[καταπίπτω]] [[val]], [[tuimeling]].
}}
}}
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[colapso]] esp. [[trance producido por una fórmula]] Σολομῶνος κ., καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα <b class="b3">fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos</b> P IV 850  
|esmgtx=ἡ [[colapso]] esp. [[trance producido por una fórmula]] Σολομῶνος κ., καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα <b class="b3">fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos</b> P IV 850  
}}
{{ls
|lstext='''κατάπτωσις''': καταπτώσεως, ἡ, [[πτῶσις]], [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) [[πτῶσις]], [[δυστυχία]], Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[κατάπτωσις]]) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πτώση]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[πέσιμο]], [[γκρέμισμα]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[πλήρης]] ή σοβαρή [[απώλεια]] τών σωματικών δυνάμεων, [[εξάντληση]]<br /><b>3.</b> [[παρακμή]], [[μαρασμός]], [[ξεπεσμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξασθένηση]] τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, [[κατάθλιψη]], [[αθυμία]]<br /><b>2.</b> [[ηθικός]] [[ξεπεσμός]], [[αναξιοπρέπεια]], [[χαμέρπεια]], [[δουλικότητα]] χαρακτήρα, [[ευτέλεια]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατάπτωση]] του εδάφους» <br />α) η απότομη [[μεταβολή]] της κλίσης του εδάφους<br />β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) [[υποχώρηση]] του εδάφους, [[καθίζηση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προσβολή]] επιληψίας.
}}
}}

Latest revision as of 06:53, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπτωσις Medium diacritics: κατάπτωσις Low diacritics: κατάπτωσις Capitals: ΚΑΤΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: katáptōsis Transliteration B: kataptōsis Transliteration C: kataptosis Beta Code: kata/ptwsis

English (LSJ)

καταπτώσεως, ἡ,
A fall, Hp.Art.42; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου Simp.in Ph.261.17.
2 Medic., collapse, ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of epileptic seizures, Alex.Aphr.Pr.2.64, cf. Vett.Val.38.13 (pl.): hence of a spell which induces a trance, PMag.Par.1.850.
3 downfall, calamity, LXX 3 Ma.2.14.

German (Pape)

[Seite 1373] ἡ, das Herunterfallen, Einstürzen, Einfallen, Medic.

Spanish

colapso, trance producido por una fórmula

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάπτωσις, καταπτώσεως, ἡ καταπίπτω val, tuimeling.

Léxico de magia

colapso esp. trance producido por una fórmula Σολομῶνος κ., καὶ ἐπὶ παίδων καὶ τελείων ποιοῦσα fórmula de Salomón que produce un trance, la cual actúa sobre jóvenes y adultos P IV 850

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτωσις: καταπτώσεως, ἡ, πτῶσις, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) πτῶσις, δυστυχία, Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).

Greek Monolingual

η (Α κατάπτωσις) καταπίπτω
1. πτώση προς τα κάτω, πέσιμο, γκρέμισμα
2. ιατρ. πλήρης ή σοβαρή απώλεια τών σωματικών δυνάμεων, εξάντληση
3. παρακμή, μαρασμός, ξεπεσμός
νεοελλ.
1. εξασθένηση τών πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων, κατάθλιψη, αθυμία
2. ηθικός ξεπεσμός, αναξιοπρέπεια, χαμέρπεια, δουλικότητα χαρακτήρα, ευτέλεια
3. φρ. «κατάπτωση του εδάφους»
α) η απότομη μεταβολή της κλίσης του εδάφους
β) (για σιδηροδρομικές στρώσεις) υποχώρηση του εδάφους, καθίζηση
αρχ.
προσβολή επιληψίας.