κώλυμα: Difference between revisions

From LSJ
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolyma
|Transliteration C=kolyma
|Beta Code=kw/luma
|Beta Code=kw/luma
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[hindrance]], <b class="b3">τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι</b>; E.''Ion''862 (anap.); κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κ. ''PFrankf.''1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., [[hindrance against]], <b class="b3">ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας]</b> Th.4.67; <b class="b3">κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν]</b> Id.1.16: c. gen., <b class="b3">κ. φορᾶς</b> [[impediment]] to motion, [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.''Flat.''8: κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.7.5.<br><span class="bld">II</span> [[defence against]] a thing, σβεστήρια κ. Th.7.53: c. gen., κ. δηλητηρίων Hdn.1.17.10.
|Definition=κωλύματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[hindrance]], <b class="b3">τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι</b>; [[Euripides|E.]]''[[Ion]]''862 (anap.); κώλυμα θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κώλυμα ''PFrankf.''1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., [[hindrance against]], <b class="b3">ἅμαξα κώλυμα οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας]</b> Th.4.67; <b class="b3">κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν]</b> Id.1.16: c. gen., <b class="b3">κώλυμα φορᾶς</b> [[impediment]] to [[motion]], [[Plato|Pl.]]''[[Cratylus|Cra.]]''418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.''Flat.''8: κ. καὶ σίνος πρὸς [[εὐκαρπία]]ν [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 2.7.5.<br><span class="bld">II</span> [[defence against]] a thing, σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: c. gen., κώλυμα δηλητηρίων Hdn.1.17.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1542.png Seite 1542]] τό, das [[Hinderniß]], die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; [[κώλυμα]] οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hinderniß am Wachsthum, 1, 16; κώλ. [[θεῖον]] 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch [[κώλυμα]] δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1542.png Seite 1542]] τό, das [[Hindernis]], die [[Abhaltung]], [[Schwierigkeit]]; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; [[κώλυμα]] οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, [[Hindernis]] am Wachsthum, 1, 16; κώλ. [[θεῖον]] 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch [[κώλυμα]] δηλητηρίων, ein [[Schutzmittel]] gegen [[Gift]], Hdn. 1, 17, 23.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κώλυμα -ατος, τό [κωλύω] hindernis, obstakel:; ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα ze bedachten middelen om de brand tegen te gaan Thuc. 7.53.4; met inf.: κώλυμα... προσθεῖναι een obstakel voor het sluiten van de deur Thuc. 4.67.4. overdr. beletsel:; κώλυμα φορᾶς beletsel voor beweging Plat. Crat. 418e: θεῶν ἢ ἡρώων κώλυμα beletsel van de zijde van goden of helden Thuc. 5.30.1; met μή en inf..: κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι beletsels om te groeien Thuc. 1.16.1.
|elnltext=κώλυμα -ατος, τό [κωλύω] [[hindernis]], [[obstakel]]:; ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα ze bedachten middelen om de brand tegen te gaan Thuc. 7.53.4; met inf.: κώλυμα... προσθεῖναι een obstakel voor het sluiten van de deur Thuc. 4.67.4. overdr. beletsel:; κώλυμα φορᾶς beletsel voor beweging Plat. Crat. 418e: θεῶν ἢ ἡρώων κώλυμα beletsel van de zijde van goden of helden Thuc. 5.30.1; met μή en inf..: κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι beletsels om te groeien Thuc. 1.16.1.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κώλῡμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. [[θεῖον]] Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον [[ἐναντίον]]…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τινός, σβεστήρια κωλύματα, [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τοῦ [[πυρός]], Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. [[κωλύμη]].
|lstext='''κώλῡμα''': τό, [[ἐμπόδιον]], [[κώλυμα]], τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. [[θεῖον]] Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον [[ἐναντίον]]…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τινός, σβεστήρια κωλύματα, [[προφύλαξις]] [[ἐναντίον]] τοῦ [[πυρός]], Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. [[κωλύμη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κώλῡμα:''' -ατοςτό ([[κωλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[παρεμπόδιση]], [[παρακώλυση]], [[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου πράγματος, [[αντίσταση]], [[προφύλαξη]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κώλῡμα:''' -ατος, τό ([[κωλύω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[παρεμπόδιση]], [[παρακώλυση]], [[εμπόδιο]], [[πρόσκομμα]], [[κώλυμα]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[άμυνα]] [[εναντίον]] κάποιου πράγματος, [[αντίσταση]], [[προφύλαξη]], σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[hindrance]], [[obstacle]], [[anything that hinders]]
|woodrun=[[hindrance]], [[obstacle]], [[anything that hinders]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[obstaculum]]'', [[hindrance]], [[obstacle]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.16.1/ 1.16.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.67.4/ 4.67.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.30.1/ 5.30.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.30.3/ 5.30.3]. [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:Thuc.%205.30.3/ 5.30.3][https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.53.4/ 7.53.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κώλῡμα Medium diacritics: κώλυμα Low diacritics: κώλυμα Capitals: ΚΩΛΥΜΑ
Transliteration A: kṓlyma Transliteration B: kōlyma Transliteration C: kolyma Beta Code: kw/luma

English (LSJ)

κωλύματος, τό,
A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E.Ion862 (anap.); κώλυμα θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30; βασιλικὸν κώλυμα PFrankf.1.100 (iii B.C.): pl., κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κώλυμα οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κώλυμα φορᾶς impediment to motion, Pl.Cra.418e; ἐνεργείας Ocell.4.12: c. dat., [τῷ αἵματι] Hp.Flat.8: κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr. CP 2.7.5.
II defence against a thing, σβεστήρια κωλύματα Th.7.53: c. gen., κώλυμα δηλητηρίων Hdn.1.17.10.

German (Pape)

[Seite 1542] τό, das Hindernis, die Abhaltung, Schwierigkeit; τί γὰρ ἐμπόδιον κώλυμ' ἔτι μοι Eur. Ion 862; κώλυμα οὖσα προσθεῖναι, = κωλύουσα, Thuc. 4, 67; auch κωλύματα ἐπεγένετο μὴ αὐξηθῆναι, Hindernis am Wachsthum, 1, 16; κώλ. θεῖον 5, 30; φορᾶς Plat. Crat. 418 c; Xen. Hell. 7, 5, 12; Sp., μὴ κωλύματα καὶ βλάβαι γένωνται D. Hal. 9, 9; Plut. Num. 8; auch κώλυμα δηλητηρίων, ein Schutzmittel gegen Gift, Hdn. 1, 17, 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle, empêchement.
Étymologie: κωλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κώλυμα -ατος, τό [κωλύω] hindernis, obstakel:; ἀντεμηχανήσαντο σβεστήρια κωλύματα ze bedachten middelen om de brand tegen te gaan Thuc. 7.53.4; met inf.: κώλυμα... προσθεῖναι een obstakel voor het sluiten van de deur Thuc. 4.67.4. overdr. beletsel:; κώλυμα φορᾶς beletsel voor beweging Plat. Crat. 418e: θεῶν ἢ ἡρώων κώλυμα beletsel van de zijde van goden of helden Thuc. 5.30.1; met μή en inf..: κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι beletsels om te groeien Thuc. 1.16.1.

Russian (Dvoretsky)

κώλῡμα: ατος τό
1 помеха, препятствие (φορᾶς Plat.; τοῦ συμπεσεῖν τὸν πόλεμον Plut.): ἡ ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι Thuc. так как повозка мешала запереть (ворота);
2 предупредительная мера, защита: σβεστήρια κωλύματα Thuc. противопожарные меры.

Greek (Liddell-Scott)

κώλῡμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; Εὐρ. Ἴων. 862 (ἀναπ.)· κ. θεῖον Θουκ. 5. 30· μετ’ ἀπαρ., ἐμπόδιον ἐναντίον…, κ. προσθεῖναι τὴν πύλην ὁ αὐτ. ἐν 4. 67· κ. μὴ αὐξηθῆναι τὸ Ἑλληνικὸν ὁ αὐτ. ἐν 1. 16· μετὰ γεν., κ. φορᾶς, ἐμπόδιον εἰς κίνησιν, Πλάτ. Κρατ. 418Ε. ΙΙ. προφύλαξις ἐναντίον τινός, σβεστήρια κωλύματα, προφύλαξις ἐναντίον τοῦ πυρός, Θουκ. 7. 53· μετὰ γεν., Ἡρῳδιαν. 1. 17, 13, Πρβλ. κωλύμη.

Greek Monolingual

το (AM κώλυμα) κωλύω
εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση της υπόθεσης» β. «ἀγαθοῦ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.)
αρχ.
άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα», Θουκ.).

Greek Monotonic

κώλῡμα: -ατος, τό (κωλύω),
I. παρεμπόδιση, παρακώλυση, εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα, σε Ευρ., Θουκ.
II. άμυνα εναντίον κάποιου πράγματος, αντίσταση, προφύλαξη, σε Θουκ.

Middle Liddell

κώλῡμα, ατος, τό, κωλύω
I. a hindrance, impediment, Eur., Thuc.
II. a defence against a thing, precaution, Thuc.

English (Woodhouse)

hindrance, obstacle, anything that hinders

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

obstaculum, hindrance, obstacle, 1.16.1, 4.67.4, 5.30.1, 5.30.3. 5.30.37.53.4.