συγχώρημα: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygchorima
|Transliteration C=sygchorima
|Beta Code=sugxw/rhma
|Beta Code=sugxw/rhma
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[concession]], Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.''Publ.'' 20.<br><span class="bld">2</span> [[agreement]], ''PSI''2.189.18 (ii A.D.), etc.
|Definition=συγχωρήματος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[concession]], Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.''Publ.'' 20.<br><span class="bld">2</span> [[agreement]], ''PSI''2.189.18 (ii A.D.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; [[συγχώρημα]] [[λαβεῖν]] [[παρά]] τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; [[περί]] τινος, 1, 85, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] τό, das [[Nachgegebene]], [[Erlaubniß]], [[Urlaub]]; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; [[συγχώρημα]] [[λαβεῖν]] [[παρά]] τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; [[περί]] τινος, 1, 85, 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.
|elnltext=συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] [[concessie]], [[toekenning]]. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγχώρημα:''' ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς [[τιμῆς]] Plut. оказание почестей.
|elrutext='''συγχώρημα:''' ατος τό [[уступка]], [[согласие]], [[разрешение]] (περί τινος Polyb.): σ. τῆς [[τιμῆς]] Plut. оказание почестей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγχώρημα:''' -ατος, τό, [[παραχώρηση]], [[υποχώρηση]], [[συγκατάνευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συγχώρημα:''' -ατος, τό, [[παραχώρηση]], [[υποχώρηση]], [[συγκατάνευση]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συγχώρημα]], ατος, τό, [from [[συγχωρέω]]<br />a [[concession]], Plut.
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 12:03, 28 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώρημα Medium diacritics: συγχώρημα Low diacritics: συγχώρημα Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: synchṓrēma Transliteration B: synchōrēma Transliteration C: sygchorima Beta Code: sugxw/rhma

English (LSJ)

συγχωρήματος, τό,
A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20.
2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.

Russian (Dvoretsky)

συγχώρημα: ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς τιμῆς Plut. оказание почестей.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).

Greek Monotonic

συγχώρημα: -ατος, τό, παραχώρηση, υποχώρηση, συγκατάνευση, σε Πλούτ.

Translations

agreement

Arabic: اِتِّفَاق‎, تَوَافُق‎, تَفَاهُم‎; Moroccan Arabic: اتفاقية‎; Azerbaijani: razılaşma, saziş, müqavilə, bağlaşma; Belarusian: пагадненне; Bengali: করার; Bulgarian: съгласие; Catalan: acord, pacte; Chinese Mandarin: 協議/协议, 同意, 答應/答应, 協定/协定; Corsican: accordu; Czech: domluva, souhlas, soulad; Danish: aftale, samtykke; Dutch: afspraak, overeenkomst, goedkeuring; Esperanto: interkonsento; Finnish: sopimus; French: accord, entente, pacte; Galician: acordo; German: Vereinbarung, Zustimmung; Gothic: 𐍃𐌰𐌼𐌰𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: συμφωνία; Ancient Greek: ἅδιξις, ἀκολουθία, ἁρμονία, διαλλαγή, διομολογία, καταίνεσις, ξύμπνοια, ξυμφωνία, ξυναλλαγή, ξύνθεσις, ξύνθημα, ὁμολογά, ὁμολογία, ὁμολογίη, ὁμόνοια, ὁμοφωνία, πάκτον, συγκατάθεσις, συγχρηματισμός, συγχώρημα, συγχώρησις, σύμπνοια, συμπνοίη, συμφρόνησις, συμφώνημα, συμφώνησις, συμφωνία, συναλλαγή, σύνθεσις, σύνθημα, σύννευσις, συνομολογία, συνομόνοια, συντονία, συντρέχεια, συνῳδία, τὸ συμπνεῖν; Hebrew: הֶסְכֵּם‎, הַסְכָּמָה‎; Hindi: इक़रार; Hungarian: megegyezés, egyezmény; Irish: conradh; Italian: consenso, accordo; Japanese: 合意, 一致, 納得, 賛成; Kazakh: келісім; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, កតិកា; Korean: 협정(協定), 합의(合意), 동의(同意); Kurdish Central Kurdish: یەککەوتن‎; Northern Kurdish: peyman, tifaq; Kyrgyz: макулдук, келишим; Lao: ກະຕິກາ, ຂໍ້ຕົກລົງ; Latin: sponsio, pactum, foedus, compectum; Macedonian: спогодба, агреман; Malay: persetujuan; Malayalam: ഉടമ്പടി, തീരുമാനം; Maltese: ftehim; Maori: whakaaetanga, kirimana; Mirandese: acuordo; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norman: accord; Norwegian Bokmål: avtale, samtykke, overenskomst; Persian: پیمان‎, توافق‎; Polish: umowa; Portuguese: consenso, acordo, pacto; Romanian: acord, consens, înțelegere; Russian: согласие, договор, договор, соглашение, договорённость; Scottish Gaelic: aontachadh, còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм; Roman: spȍrazūm; Sicilian: accordu, accordiu; Slovak: dohoda; Slovene: dogovor; Spanish: acuerdo, convenio; Swahili: mkataba; Swedish: avtal, överenskommelse, samtycke; Tagalog: usapan; Tajik: маслиҳат, созиш, тавофуқ; Thai: กติกา; Tocharian B: plāksar; Tok Pisin: agrimen; Ukrainian: угода, договір, домовленість; Vietnamese: đồng ý, hiệp định; Walloon: acoird; Welsh: cydfod, cytundeb, cytgord