καταλήγω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataligo
|Transliteration C=kataligo
|Beta Code=katalh/gw
|Beta Code=katalh/gw
|Definition=<span class="bld">A</span> [[leave off]], [[stop]], πρὶν καταλῆξαι… ἄχος A.''Ag.''1479 (anap.): <b class="b3">ποῖ καταλήξει μένος ἄτης</b>; at what [[point]] [[will]] it [[cease]]? Id.''Ch.''1075 (anap.); <b class="b3">καταλήγω ἐν</b>… to [[end]] at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.2, Arr.''Epict.''6.20.21, M.Ant.4.20; ([[ἡδοναὶ]]) <b class="b3">περὶ τὸ σῶμα καταλήγω</b> Plu.2.705a; πρός τι [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''340b9; εἴς τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.2, Hierocl.''in CA''19p.462M., Porph.''Sent.''37: abs., [[Theophrastus]] ''Ign.''50; [[τὰ καταλήγοντα]] = [[limit]]s of a [[district]], Plu.''Fab.''6, ''Arist.''11; πόλεως J.''BJ''3.7.34: in sg., <b class="b3">τὸ καταλήγον τοῦ πελάγους</b> [[extremity]], Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.<br><span class="bld">2</span> especially in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον καταλήγοντος A.D.''Pron.''50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.''Eloc.'' 154, cf. 4, Hermog.''Id.''1.6.<br><span class="bld">II</span> trans., [[close]], [[finish]], [[ναυμαχία]] εἰς ἢν [[Θουκυδίδης]] κατέληξε τὴν [[πραγματεία]]ν [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.84.
|Definition=<span class="bld">A</span> [[leave off]], [[stop]], πρὶν καταλῆξαι… ἄχος [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1479 (anap.): <b class="b3">ποῖ καταλήξει μένος ἄτης</b>; at what [[point]] [[will]] it [[cease]]? Id.''Ch.''1075 (anap.); <b class="b3">καταλήγω ἐν</b>… to [[end]] at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.2, Arr.''Epict.''6.20.21, M.Ant.4.20; ([[ἡδοναὶ]]) <b class="b3">περὶ τὸ σῶμα καταλήγω</b> Plu.2.705a; πρός τι [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''340b9; εἴς τι [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.2, Hierocl.''in CA''19p.462M., Porph.''Sent.''37: abs., [[Theophrastus|Thphr.]] ''Ign.''50; [[τὰ καταλήγοντα]] = [[limit]]s of a [[district]], Plu.''Fab.''6, ''Arist.''11; πόλεως J.''BJ''3.7.34: in sg., <b class="b3">τὸ καταλήγον τοῦ πελάγους</b> [[extremity]], Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.<br><span class="bld">2</span> especially in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον καταλήγοντος A.D.''Pron.''50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.''Eloc.'' 154, cf. 4, Hermog.''Id.''1.6.<br><span class="bld">II</span> trans., [[close]], [[finish]], [[ναυμαχία]] εἰς ἢν [[Θουκυδίδης]] κατέληξε τὴν [[πραγματεία]]ν [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.84.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:39, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλήγω Medium diacritics: καταλήγω Low diacritics: καταλήγω Capitals: ΚΑΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: katalḗgō Transliteration B: katalēgō Transliteration C: kataligo Beta Code: katalh/gw

English (LSJ)

A leave off, stop, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος A.Ag.1479 (anap.): ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; at what point will it cease? Id.Ch.1075 (anap.); καταλήγω ἐν… to end at or with... Plu.2.791c; ἐπί τι D.S.14.2, Arr.Epict.6.20.21, M.Ant.4.20; (ἡδοναὶ) περὶ τὸ σῶμα καταλήγω Plu.2.705a; πρός τι Arist.Mete.340b9; εἴς τι D.S.20.2, Hierocl.in CA19p.462M., Porph.Sent.37: abs., Thphr. Ign.50; τὰ καταλήγοντα = limits of a district, Plu.Fab.6, Arist.11; πόλεως J.BJ3.7.34: in sg., τὸ καταλήγον τοῦ πελάγους extremity, Plb.5.59.5, cf. Poll.2.71, 177.
2 especially in Metric and Rhetoric, of feet, verses, or periods, κρητικοῦ εἰς σύμφωνον καταλήγοντος A.D.Pron.50.17; εἰς τὸ αὐτὸ ὄνομα Demetr.Eloc. 154, cf. 4, Hermog.Id.1.6.
II trans., close, finish, ναυμαχία εἰς ἢν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν D.S.14.84.

German (Pape)

[Seite 1360] aufhören; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ Aesch. Ag. 1479; Ch. 1075; Pol. 3, 61, 8; Sp., bes. εἰς u. ἐπί τι, D. Sic. 20, 2 u. Sext. Emp. oft; τὰ καταλήγοντα, die Gränzen, Plut. Fab. Max. 6; vgl. Pol. 5, 95, 5. – Auch trans., εἰς ἣν ναυμαχίαν Θουκυδίδης κατέληξε τὴν πραγματείαν, beendigen, D. Sic. 14, 84.

French (Bailly abrégé)

intr. arriver à sa fin, finir, cesser : περί τι, ἔν τινι aboutir à qch ; τὸ καταλῆγον, τὰ καταλήγοντα PLUT la limite, les frontières d'un pays.
Étymologie: κατά, λήγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λήγω stoppen, ophouden:; πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος voordat de oude smart tot rust is gekomen Aeschl. Ag. 1479; ποῖ καταλήξει... μένος ἄτης; waar zal de kracht van het onheil stoppen? Aeschl. Ch. 1075; ptc. subst.: τὰ καταλήγοντα de grenzen.

Russian (Dvoretsky)

καταλήγω:
1 приходить к концу, кончаться (ποῖ καταλήξει μετακοιμισθὲν μένος ἄτης; Aesch.): πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος Aesch. прежде чем прошла старая боль; κ. πρός τι Arst., ἔν τινι и περί τι Plut., εἴς τι и ἐπί τι Diod. кончаться чем-л.;
2 кончать, прекращать (τὴν πραγματείαν εἴς τι Diod.).

Greek Monolingual

(AM καταλήγω)
1. τελειώνω σε κάποιο σημείο, φθάνω, απολήγω
2. τερματίζω, παύω
νεοελλ.
1. μτφ. αποβαίνω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση, καταντώ
2. φθάνω σε συμπέρασμα
3. (το γ' εν. πρόσ. αορ. ως απρόσ.) κατέληξε να
το αποτέλεσμα ήταν να... («κατέληξε να μην πάρω τίποτε από το μερίδιό μου»)
αρχ.
(το ουδ. μτχ. πληθ.) τὰ καταλήγοντα
τα όρια ενός τόπου, τα σύνορα.

Greek Monotonic

καταλήγω: μέλ. -ξω, διακόπτω, τελειώνω, σταματώ, σε Αισχύλ.· ποῖ καταλήξει, σε ποιο σημείο θα σταματήσει; στον ίδ.· τὰκαταλήγοντα, τα σύνορα μιας περιοχής, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλήγω: μέλλ. -ξω, πάυω, τελειώνω, σταματ, ἀντίθ. τοῦ ἄρχομαι, πρὶν καταλῆξαι… ἄχος Αἱσχύλ. Ἀγ. 1479· ἢ μετ’ ἐπιρρ., ποῖ καταλήξει μένος ἄτης; εἰς ποῖον σημεῖον θὰ παύσῃ; ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1075· κ. ἐν…, τελειώνω εἰς ἢ μέ…, Πλούτ. 2. 791C· εἰς ἢ ἐπί…, ἀρξόμεθα μὲν ἀπὸ τῆς… καταλήξομεν δὲ εἰς… Διόδ. 20. 2., 14. 2· περί… Πλούτ. 2. 705Α· πρός τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 02· αὐτοῦ καταλήγομεν, μαθεῖν… (δὲν ζητοῦμεν ἄλλο νὰ μάθωμεν ἢ…) Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 14·― τὰ καταλήγοντα, ὡς τὸ καταλῆγον, καὶ τὰ λήγοντα, τὰ ὅρια τόπου, τὰ σύνορα, Πλουτ. Φάβ. 6, Ἀριστ. ΙΙ. μεταβ., φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, εἰς ἧν κατέληξεν ὁ Θουκυδίδης τὴν πραγματείαν Διόδ. 14. 84.

Middle Liddell

fut. ξω
to leave off, end, stop, Aesch.; ποῖ καταλήξει; at what point will it cease? Aesch.:— τὰ καταλήγοντα the limits of a district, Plut.