ἐπέκτασις: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπέκτᾰσις:''' ἐπεκτάσεως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[протяжение]] (κενὸν καὶ ἐ. Arst.): ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. быть непротяженным;<br /><b class="num">2</b> [[растяжение]], [[удлинение]] (τῶν ὀνομάτων Arst.);<br /><b class="num">3</b> грам. [[долгота]] ([[βραχύτης]] καὶ ἐ. Sext.).
|elrutext='''ἐπέκτᾰσις:''' ἐπεκτάσεως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[протяжение]] (κενὸν καὶ ἐ. Arst.): ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. быть непротяженным;<br /><b class="num">2</b> [[растяжение]], [[удлинение]] (τῶν ὀνομάτων Arst.);<br /><b class="num">3</b> грам. [[долгота]] ([[βραχύτης]] καὶ ἐ. Sext.).
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπέκτασις]]) [[επεκτείνω]]<br /><b>1.</b> [[περαιτέρω]] [[έκταση]], [[προέκταση]] («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)<br /><b>2.</b> [[επαύξηση]] λέξης με [[προσθήκη]] φωνηέντων («[[ἥλιος]] [[ἠέλιος]], [[οὗτος]] [[οὑτοσί]])<br /><b>3.</b> [[έκταση]] βραχύχρονου φωνήεντος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ανάπτυξη]] οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — [[οπτική]] [[απάτη]] με εσφαλμένη [[εκτίμηση]] του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εξήγηση]], [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> [[τέντωμα]] σχοινιού.
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 05:10, 22 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέκτᾰσις Medium diacritics: ἐπέκτασις Low diacritics: επέκτασις Capitals: ΕΠΕΚΤΑΣΙΣ
Transliteration A: epéktasis Transliteration B: epektasis Transliteration C: epektasis Beta Code: e)pe/ktasis

English (LSJ)

ἐπεκτάσεως, ἡ,
A extension, Arist. Cael.305b18; ἔχειν ἐπέκτασιν = to be capable of extension, Id.LI971b1.
b of time, Just.Nov.111.1.
2 explication, evolution, εἰς ἐνέργειαν καὶ ἐπέκτασιν προχωρεῖν Theol.Ar.14.
3 stretching of a rope, Hero Aut.2.4; of strands of gut, Ph.Bel.58.13; of hernia, κατ' ἐπέκτασιν Heliod. ap. Orib.50.42.
4 οἱ κατ' ἐπέκτασιν παραλελυμένοι = patients suffering from creeping paralysis, Herod. Med. ap. Orib.10.8.1.
II lengthening of a word, Arist.Po.1458b2 (pl.), 1458a23, A.D.Pron.6.14,al.; of a vowel, Id.Adv.144.19.

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, verlängerte Ausdehnung, Eust., in der Wortbildung, Verlängerung eines Wortes, z. B. τημοῦτος aus τῆμος, Apoll. D. pron. 265 c; vgl. Arist. poet. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέκτασις: ἐπεκτάσεως, ἡ ἔκτασις, Ἀριστ. Οὐραν. 3. 7, 4· ἔχειν ἐπέκτασιν, ἐπιδέχεσθαι ἔκτασιν, ὁ αὐτὸς ἐν τῷ περὶ Ἀτόμ. Γραμμῶν 42. ΙΙ. τὸ ἐπεκτείνειν λέξιν τινά, (ὡς π.χ. ἐκεινοσί, τημοῦτος, τηλικοῡτος, δῷσι, πυλάων κτλ.) Ἀριστ. Ποιητ. 22, 8, Τρύφων 14, Ἀπολλών. Σοφ. 2. 1, Δράκων 37, 10., 156, 23, Ἀπολλών. Δ. περὶ Ἀντωνυμ. 265C, 296Β, Ἀρκάδ. 196, 1. - Ἰδίως ἡ ἐπέκτασις βραχέος φωνήεντος = ἔκτασις, Ἀπολλών. Δ. π. Ἐπιρρ. 553, 3, 588, 1.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέκτᾰσις: ἐπεκτάσεως ἡ
1 протяжение (κενὸν καὶ ἐ. Arst.): ἐπέκτασιν οὐκ ἔχειν Arst. быть непротяженным;
2 растяжение, удлинение (τῶν ὀνομάτων Arst.);
3 грам. долгота (βραχύτης καὶ ἐ. Sext.).

Greek Monolingual

η (AM ἐπέκτασις) επεκτείνω
1. περαιτέρω έκταση, προέκταση («ἐπέκταση σιδηροδρομικῆς γραμμῆς», «ἐπέκταση δικαιωμάτων»)
2. επαύξηση λέξης με προσθήκη φωνηέντων («ἥλιος ἠέλιος, οὗτος οὑτοσί)
3. έκταση βραχύχρονου φωνήεντος
νεοελλ.
1. ανάπτυξη οργάνων για να αναπληρώσουν διάφορες δυσλειτουργίες
2. φρ. «ἐπέκταση φωτεινοῦ ειδώλου» — οπτική απάτη με εσφαλμένη εκτίμηση του εμβαδού τών επιφανειών όταν έχουν διαφορετικό φωτισμό
αρχ.
1. εξήγηση, ανάπτυξη
2. τέντωμα σχοινιού.

Translations

extension

Bulgarian: протягане, разтягане; Catalan: extensió; Danish: forlængelse; Dutch: uitbreiding; Finnish: laajennus, laajentaminen, ekstensio, ojennus; French: extension; German: Ausdehnung, Erweiterung; Hungarian: nyújtás, kinyújtás, tágítás, kitágítás, nyúlás, megnyúlás, tágulás, kitágulás; Italian: proroga, estemsione, estensione; Japanese: 拡張, 拡大, 伸展, 延長; Maori: torohanga; Norwegian Bokmål: utviding, utvidelse, forlengelse, forlenging; Nynorsk: utviding, forlenging; Oriya: ସମ୍ପ୍ରସାରଣ; Persian: گستردن‎, گسترده شدن‎; Polish: rozszerzenie; Portuguese: extensão; Romanian: extindere, extensiune; Russian: расширение, продление; Scottish Gaelic: leudachadh; Spanish: extensión; Vietnamese: sự mở rộng