πολυπάμων: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(c2)
mNo edit summary
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολυπάμων
|Full diacritics=πολυπᾱ́μων
|Medium diacritics=πολυπάμων
|Medium diacritics=πολυπάμων
|Low diacritics=πολυπάμων
|Low diacritics=πολυπάμων
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polypamon
|Transliteration C=polypamon
|Beta Code=polupa/mwn
|Beta Code=polupa/mwn
|Definition=[ᾱ], ον, gen. ονος, (πᾶμα, πέπαμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">exceeding wealthy</b>, <span class="bibl">Il.4.433</span>.</span>
|Definition=[ᾱ], ον, gen. ονος, ([[πᾶμα]], [[πέπαμαι]]) [[exceeding wealthy]], Il.4.433.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; [[λαός]], Orph. Arg. 1061.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0668.png Seite 668]] ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; [[λαός]], Orph. Arg. 1061.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[très riche]], [[opulent]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πάομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολυπάμων -ον, gen. -ονος [πολύς,* πάομαι] [[zeer rijk]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπάμων:''' 2, gen. ονος (ᾱ) очень богатый ([[ἀνήρ]] Hom.).
}}
{{Autenrieth
|auten=ονος ([[πέπαμαι]]): [[much]] possessing, [[exceeding]] [[wealthy]], Il. 4.433†.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[πολυκτήμων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πᾶμα]] «[[κτήμα]]»), [[πρβλ]]. [[παμπάμων]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠπάμων:''' -ον (πέ-πᾱμαι), εξαιρετικά [[πλούσιος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''πολῠπάμων''': -ον, ([[πᾶμα]], πέπᾱμαι), [[πλούσιος]], πολλὰ κεκτημένος, [[πολυχρήμων]], Ἰλ. Δ. 433.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-πάμων, ον, [πέπᾱμαι]<br />[[exceeding]] [[wealthy]], Il.
}}
{{trml
|trtx====[[filthy rich]]===
Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: [[steenrijk]], [[stinkend rijk]]; English: [[exceeding rich]], [[exceedingly rich]], [[extremely rich]], [[filthy rich]], [[immensely rich]], [[superrich]], [[ultrarich]], [[very wealthy]]; Finnish: upporikas, äveriäs; French: [[pété de thunes]], [[plein aux as]]; German: [[stinkreich]], [[steinreich]]; Greek: [[απειρόπλουτος]], [[βαθυκτήμων]], [[βγάζει ένα κάρο λεφτά]], [[βγάζει ένα σκασμό λεφτά]], [[βγάζει ένα σωρό λεφτά]], [[βγάζει λεφτά με το τσουβάλι]], [[βγάζει πολύ χρήμα]], [[βγάζει τρελά λεφτά]], [[βγάζει χοντρά λεφτά]], [[βγάζει χοντρό χρήμα]], [[βουτηγμένος στα λεφτά]], [[βουτηγμένος στο χρυσάφι]], [[δεν ξέρει τι έχει]], [[εκατομμυριούχος]], [[έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες]], [[ζάμπλουτος]], [[ζάπλουτος]], [[ζει μες στη χλιδή]], [[κονομάει χοντρά]], [[κροίσος]], [[λεφτάς]], [[μυριόπλουτος]], [[πάμπλουτος]], [[πλουσιότατος]], [[πολυεκατομμυριούχος]], [[πολυχρήματος]], [[του τρέχουν απ' τα μπατζάκια]], [[τρώει με χρυσά κουτάλια]], [[υπέρπλουτος]], [[φραγκάτος]], [[χεσμένος στο τάλιρο]], [[χλιδάτος]]; Ancient Greek: [[βαθύκληρος]], [[βαθυπλούσιος]], [[βαθύπλουτος]], [[βαρύπλουτος]], [[εὐηφενής]], [[εὐπίων]], [[ζάπλουτος]], [[καταπίμελος]], [[λακκόπλουτος]], [[μεγαλοπλούσιος]], [[μεγαλόπλουτος]], [[μέγας]], [[παμπλούσιος]], [[πάμπλουτος]], [[περιπλούσιος]], [[πολύκληρος]], [[πολυκτέανος]], [[πολυκτήματος]], [[πολυκτήμων]], [[πολυπάμων]], [[πολύφορτος]], [[πολυχρηματίας]], [[πολυχρήματος]], [[ὑπερπλούσιος]], [[ὑπερχρήματος]], [[χρυσόνομος]]; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: [[podre de rico]]; Russian: [[неприлично богатый]]; Spanish: [[asquerosamente rico]], [[forrado de dinero]], [[podrido en plata]]; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก
}}
}}

Latest revision as of 13:19, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπᾱ́μων Medium diacritics: πολυπάμων Low diacritics: πολυπάμων Capitals: ΠΟΛΥΠΑΜΩΝ
Transliteration A: polypámōn Transliteration B: polypamōn Transliteration C: polypamon Beta Code: polupa/mwn

English (LSJ)

[ᾱ], ον, gen. ονος, (πᾶμα, πέπαμαι) exceeding wealthy, Il.4.433.

German (Pape)

[Seite 668] ον, viel besitzend, sehr begütert; ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρός, Il. 4, 433; λαός, Orph. Arg. 1061.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
très riche, opulent.
Étymologie: πολύς, πάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπάμων -ον, gen. -ονος [πολύς,* πάομαι] zeer rijk.

Russian (Dvoretsky)

πολυπάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) очень богатый (ἀνήρ Hom.).

English (Autenrieth)

ονος (πέπαμαι): much possessing, exceeding wealthy, Il. 4.433†.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυκτήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πάμων (< πᾶμα «κτήμα»), πρβλ. παμπάμων].

Greek Monotonic

πολῠπάμων: -ον (πέ-πᾱμαι), εξαιρετικά πλούσιος, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπάμων: -ον, (πᾶμα, πέπᾱμαι), πλούσιος, πολλὰ κεκτημένος, πολυχρήμων, Ἰλ. Δ. 433.

Middle Liddell

πολῠ-πάμων, ον, [πέπᾱμαι]
exceeding wealthy, Il.

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก