ἀφασία: Difference between revisions
κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
(13_5) |
|||
(24 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afasia | |Transliteration C=afasia | ||
|Beta Code=a)fa)si/a | |Beta Code=a)fa)si/a | ||
|Definition=ἡ, (ἄφατος) | |Definition=ἡ, ([[ἄφατος]]) [[speechlessness]], [[cause]]d by [[fear]] or [[perplexity]], ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστιθεῖς E.''Hel.''549; ἀ. μ' ἔχει Id.''IA''837, cf. Ar. ''Th.''904; ἀ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''636e; εἰς ἀ. τινὰ [[ἐμβάλλειν]] Id.''Phlb.''21d; <b class="b3">εἰς ἀ. ἐμβάλλειν πράγματος</b> [[inability to say anything]] about it, S.E.''P.''2.211, cf. Dam.''Pr.''7. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀφᾰσία) -ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[pérdida del habla]], [[mudez]] causada por el estupor ἀ. μ' ἔχει E.<i>IA</i> 837, cf. <i>Hel</i>.549, Ar.<i>Th</i>.904, εἰς τοιαύτην ἀφασίαν ἦλθε Plb.8.20.9, εἰς ἀφασίαν με ἤνεγκας <i>Corp.Herm</i>.13.5.2.<br /><b class="num">2</b> [[imposibilidad de emitir un juicio o argumento]] εἰς ἀφασίαν παντάπασί με ... ὁ [[λόγος]] ἐμβέβληκε Pl.<i>Phlb</i>.21a, cf. <i>Lg</i>.636e, τὴν ἡμετέραν ἀποδείκνυμεν ἄγνοιάν τε καὶ ἀφασίαν Dam.<i>Pr</i>.7, c. gen. εἰς ἀφασίαν ... πράγματος ἐμβαλών S.E.<i>P</i>.2.211<br /><b class="num">•</b>en lóg. [[renuncia a emitir un juicio]], [[falta de enunciación]] περὶ ἀφασίας tít. de capítulo en S.E.<i>P</i>.1.192 <i>passim</i>.<br /><b class="num">3</b> fig. no ref. al habla [[incapacidad de responder adecuadamente]], [[indecisión]] esp. en situaciones bélicas, [[LXX]] 2<i>Ma</i>.14.17 (text. dud.), ἄποροί τε ἐπὶ πολὺ ἐγίγνοντο καὶ ἀφασίᾳ συνείχοντο D.C.48.37.4, cf. Plu.2.1123c, ὁ [[στρατός|στρατὸς]] ἐν ἀφασίᾳ καθειστήκει Hdn.8.4.2, 7.10.1. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[impuissance à parler]] ; [[stupeur]] ; [[ἀφασία]] μ' [[ἔχει]] EUR je reste muet de stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄφατος]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ([[φημί]], vgl. ἀμφασία), ἡ, Sprachlosigkeit, bes. die Bestürzung, die Einen verstummen läßt, Staunen, [[τίς]] [[ἀφασία]] μ' ἔχει Ar. Th. 904, wie Eur. I. A. 837, der es auch neben [[ἔκπληξις]] hat, Hel. 556; [[ἀφασία]] ἡμᾶς λαμβάνει, τί ποτε χρὴ λέγειν πρὸς ταῦτα Plat. Legg. I, 636 e; vgl. Phil. 21 d; εἰς ἀφασίαν ἦλθε διὰ τὸ παράδοξον Pol. 8, 22. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0407.png Seite 407]] ([[φημί]], vgl. ἀμφασία), ἡ, [[Sprachlosigkeit]], bes. die [[Bestürzung]], die Einen verstummen läßt, Staunen, [[τίς]] [[ἀφασία]] μ' ἔχει Ar. Th. 904, wie Eur. I. A. 837, der es auch neben [[ἔκπληξις]] hat, Hel. 556; [[ἀφασία]] ἡμᾶς λαμβάνει, τί ποτε χρὴ λέγειν πρὸς ταῦτα Plat. Legg. I, 636 e; vgl. Phil. 21 d; εἰς ἀφασίαν ἦλθε διὰ τὸ παράδοξον Pol. 8, 22. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφᾰσία:''' ἡ [[утрата речи]]: ἀ. μ᾽ [[ἔχει]] Eur. я ошеломлен; εἰς ἀφασίαν ἐμβαλεῖν τινα Plat., Sext. повергнуть кого-л. в недоумение. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀφᾰσία''': ἡ, ([[ἄφατος]]) τὸ μὴ δύνασθαι λαλεῖν, [[ὅπερ]] προέρχεται ἐκ φόβου ἢ ἐκπλήξεως, ἔκπληξιν ἡμῖν, ἀφασίαν τε προστίθης Εὐρ. Ἐλ. 549· [[ἀφασία]] μ’ ἔχει ὁ αὐτ. Ι. Α. 837, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 904· ἀφ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Πλάτ. Νόμ. 636Ε. εἰς ἀφ. τινὰ ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. Φίλ. 21D· [[ἀφασία]] πράγματος, τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ εἴπῃ τι περὶ τοῦ πράγματος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· ― πρβλ. ἀμφασία. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἀφασία]])<br />το να μη μπορεί [[κανείς]] να μιλήσει από φόβο ή [[έκπληξη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[διαταραχή]] της λεκτικής επικοινωνίας που οφείλεται σε εστιακές βλάβες του εγκεφάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άφατος]]. Η λ. έχει εισαχθεί και στην [[ξένη]] επιστημονική [[ορολογία]] ([[πρβλ]]. νεολατιν. <i>aphasia</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφᾰσία:''' ἡ (ἄ-φατος), η [[αδυναμία]] λόγου, σε Ευρ., Πλάτ. | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[speechlessness]]=== | |||
Afrikaans: spraakloosheid; Esperanto: senparoleco, muteco; German: [[Sprachlosigkeit]], [[Stummheit]]; Ancient Greek: [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀμφασίη]], [[ἀναυδία]], [[ἀναυδίη]], [[ἀφασία]], [[ἀφθογγία]], [[ἀφωνία]], [[ἀφωνίη]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 March 2024
English (LSJ)
ἡ, (ἄφατος) speechlessness, caused by fear or perplexity, ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστιθεῖς E.Hel.549; ἀ. μ' ἔχει Id.IA837, cf. Ar. Th.904; ἀ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Pl.Lg.636e; εἰς ἀ. τινὰ ἐμβάλλειν Id.Phlb.21d; εἰς ἀ. ἐμβάλλειν πράγματος inability to say anything about it, S.E.P.2.211, cf. Dam.Pr.7.
Spanish (DGE)
(ἀφᾰσία) -ας, ἡ
1 pérdida del habla, mudez causada por el estupor ἀ. μ' ἔχει E.IA 837, cf. Hel.549, Ar.Th.904, εἰς τοιαύτην ἀφασίαν ἦλθε Plb.8.20.9, εἰς ἀφασίαν με ἤνεγκας Corp.Herm.13.5.2.
2 imposibilidad de emitir un juicio o argumento εἰς ἀφασίαν παντάπασί με ... ὁ λόγος ἐμβέβληκε Pl.Phlb.21a, cf. Lg.636e, τὴν ἡμετέραν ἀποδείκνυμεν ἄγνοιάν τε καὶ ἀφασίαν Dam.Pr.7, c. gen. εἰς ἀφασίαν ... πράγματος ἐμβαλών S.E.P.2.211
•en lóg. renuncia a emitir un juicio, falta de enunciación περὶ ἀφασίας tít. de capítulo en S.E.P.1.192 passim.
3 fig. no ref. al habla incapacidad de responder adecuadamente, indecisión esp. en situaciones bélicas, LXX 2Ma.14.17 (text. dud.), ἄποροί τε ἐπὶ πολὺ ἐγίγνοντο καὶ ἀφασίᾳ συνείχοντο D.C.48.37.4, cf. Plu.2.1123c, ὁ στρατὸς ἐν ἀφασίᾳ καθειστήκει Hdn.8.4.2, 7.10.1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impuissance à parler ; stupeur ; ἀφασία μ' ἔχει EUR je reste muet de stupeur.
Étymologie: ἄφατος.
German (Pape)
[Seite 407] (φημί, vgl. ἀμφασία), ἡ, Sprachlosigkeit, bes. die Bestürzung, die Einen verstummen läßt, Staunen, τίς ἀφασία μ' ἔχει Ar. Th. 904, wie Eur. I. A. 837, der es auch neben ἔκπληξις hat, Hel. 556; ἀφασία ἡμᾶς λαμβάνει, τί ποτε χρὴ λέγειν πρὸς ταῦτα Plat. Legg. I, 636 e; vgl. Phil. 21 d; εἰς ἀφασίαν ἦλθε διὰ τὸ παράδοξον Pol. 8, 22.
Russian (Dvoretsky)
ἀφᾰσία: ἡ утрата речи: ἀ. μ᾽ ἔχει Eur. я ошеломлен; εἰς ἀφασίαν ἐμβαλεῖν τινα Plat., Sext. повергнуть кого-л. в недоумение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφᾰσία: ἡ, (ἄφατος) τὸ μὴ δύνασθαι λαλεῖν, ὅπερ προέρχεται ἐκ φόβου ἢ ἐκπλήξεως, ἔκπληξιν ἡμῖν, ἀφασίαν τε προστίθης Εὐρ. Ἐλ. 549· ἀφασία μ’ ἔχει ὁ αὐτ. Ι. Α. 837, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 904· ἀφ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Πλάτ. Νόμ. 636Ε. εἰς ἀφ. τινὰ ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. Φίλ. 21D· ἀφασία πράγματος, τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ εἴπῃ τι περὶ τοῦ πράγματος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· ― πρβλ. ἀμφασία.
Greek Monolingual
η (AM ἀφασία)
το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει από φόβο ή έκπληξη
νεοελλ.
η διαταραχή της λεκτικής επικοινωνίας που οφείλεται σε εστιακές βλάβες του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφατος. Η λ. έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphasia)].
Greek Monotonic
ἀφᾰσία: ἡ (ἄ-φατος), η αδυναμία λόγου, σε Ευρ., Πλάτ.