τρισμακάριστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trismakaristos
|Transliteration C=trismakaristos
|Beta Code=trismaka/ristos
|Beta Code=trismaka/ristos
|Definition=[ᾰρ], η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρίσμακαρ]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Vit.Auct.</span>12</span>: Sup. -τότατος <span class="title">MAMA</span>1.267 (near Laodicea Combusta).</span>
|Definition=[ᾰρ], η, ον, = [[τρίσμακαρ]], Luc.''Vit.Auct.''12: Sup. -τότατος ''MAMA''1.267 (near Laodicea Combusta).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[trois fois digne d'envie]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[μακαρίζω]].
}}
{{pape
|ptext== [[τρίσμακαρ]], Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισμᾰκάριστος:''' Luc., Anth. = [[τρίσμακαρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισμᾰκάριστος''': -η, -ον, = τρίσμακαρ, [[τρισευδαίμων]], [[τρισόλβιος]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.
|lstext='''τρισμᾰκάριστος''': -η, -ον, = τρίσμακαρ, [[τρισευδαίμων]], [[τρισόλβιος]], Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρισμακάριστος]], -ον ΝΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]] ή [[τρισευτυχισμένος]] (α. «ὦ τρισμακάριστον [[ξύλον]], ἐν ᾧ ἐτάθη [[Χριστός]]», Μηναί.<br />β. «[[βίος]] [[τρισμακάριστος]]», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μακαριστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[μακαρίζω]]), [[πρβλ]]. [[παμμαχάριστος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρισμᾰκάριστος:''' -η, -ον = [[τρίσμακαρ]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-μᾰκάριστος, η, ον = [[τρίσμακαρ]], Luc.]
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισμᾰκάριστος Medium diacritics: τρισμακάριστος Low diacritics: τρισμακάριστος Capitals: ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: trismakáristos Transliteration B: trismakaristos Transliteration C: trismakaristos Beta Code: trismaka/ristos

English (LSJ)

[ᾰρ], η, ον, = τρίσμακαρ, Luc.Vit.Auct.12: Sup. -τότατος MAMA1.267 (near Laodicea Combusta).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois digne d'envie.
Étymologie: τρίς, μακαρίζω.

German (Pape)

τρίσμακαρ, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

τρισμᾰκάριστος: Luc., Anth. = τρίσμακαρ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον, = τρίσμακαρ, τρισευδαίμων, τρισόλβιος, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12, Χρήσμ. Σιβ. 8. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρισμακάριστος, -ον ΝΜΑ
τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί.
β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμμαχάριστος].

Greek Monotonic

τρισμᾰκάριστος: -η, -ον = τρίσμακαρ, σε Λουκ.

Middle Liddell

τρισ-μᾰκάριστος, η, ον = τρίσμακαρ, Luc.]