κακόνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(7)
 
mNo edit summary
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakonymfos
|Transliteration C=kakonymfos
|Beta Code=kako/numfos
|Beta Code=kako/numfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">illmarried</b>, <b class="b3">κακονυμφοτάτα ὄνασις</b> <b class="b2">most unprofitable wedlock</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>756</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Subst., <b class="b2">unhappy bridegroom</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Med.</span>206</span>, <span class="bibl">990</span> (both lyr.).</span>
|Definition=κακόνυμφον,<br><span class="bld">A</span> [[ill-married]], <b class="b3">κακονυμφοτάτα ὄνασις</b> [[most unprofitable wedlock]], E.''Hipp.''756 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> Subst., [[unhappy bridegroom]], Id.''Med.''206, 990 (both lyr.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] unglücklich vermählt; Eur. Med. 990; κακονυμφοτάτη [[ὄνασις]] Hipp. 754; der schlechte Ehemann, Med. 206.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[causé par un hymen funeste]];<br /><b>2</b> [[qui est d'un mauvais époux]] ; époux funeste, mauvais époux;<br /><i>Sp.</i> κακονυμφότατος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[νύμφη]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακόνυμφος -ον &#91;[[κακός]], [[νύμφη]]] met een noodlottig huwelijk:; κακονυμφοτάτα ὄνασις de winst van een allerongelukkigst huwelijk Eur. Hipp. 756; subst. ὁ κακόνυμφος slechte echtgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκόνυμφος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[вероломный супруг]] Eur.<br />связанный со злополучным браком: κακονυμφοτάτα [[ὄνασις]] Eur. злосчастный брак (Федры).
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόνυμφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έκανε [[κακό]], άτυχο γάμο, [[κακόγαμος]] («κακονυμφοτάτα [[ὄνασις]]» — επιβλαβέστατος, εντελώς [[ανωφελής]] [[γάμος]], <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακόνυμφος]]<br />[[κακός]] ή [[άτυχος]] [[γαμπρός]], [[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), [[πρβλ]]. [[μελλόνυμφος]], [[νεόνυμφος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκόνυμφος:''' -ον ([[νύμφη]]),<br /><b class="num">I.</b> κακοπαντρεμένος, αυτός που έχει συνάψει [[κακό]], δυστυχισμένο γάμο, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κακός]] ή [[ατυχής]] [[γαμπρός]], στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''κακόνυμφος''': -ον, κακῶς νενυμφευμένος, κακονυμφοτάτα [[ὄνασις]], [[ὅλως]] ἀνωφελὴς [[γάμος]], Εὐρ. Ἱππ. 758. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κακὸς ἢ ἀτυχὴς [[γαμβρός]], ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 206, 990· ἴδε κακὸς ἐν τέλει.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-νυμφος, ον [[νύμφη]]<br /><b class="num">I.</b> ill-married, of [[unhappy]] [[wedlock]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> as [[substantive]] an ill or [[unhappy]] [[bridegroom]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 17:56, 5 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόνυμφος Medium diacritics: κακόνυμφος Low diacritics: κακόνυμφος Capitals: ΚΑΚΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: kakónymphos Transliteration B: kakonymphos Transliteration C: kakonymfos Beta Code: kako/numfos

English (LSJ)

κακόνυμφον,
A ill-married, κακονυμφοτάτα ὄνασις most unprofitable wedlock, E.Hipp.756 (lyr.).
II Subst., unhappy bridegroom, Id.Med.206, 990 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1301] unglücklich vermählt; Eur. Med. 990; κακονυμφοτάτη ὄνασις Hipp. 754; der schlechte Ehemann, Med. 206.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 causé par un hymen funeste;
2 qui est d'un mauvais époux ; époux funeste, mauvais époux;
Sp. κακονυμφότατος.
Étymologie: κακός, νύμφη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόνυμφος -ον [κακός, νύμφη] met een noodlottig huwelijk:; κακονυμφοτάτα ὄνασις de winst van een allerongelukkigst huwelijk Eur. Hipp. 756; subst. ὁ κακόνυμφος slechte echtgenoot.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόνυμφος: IIвероломный супруг Eur.
связанный со злополучным браком: κακονυμφοτάτα ὄνασις Eur. злосчастный брак (Федры).

Greek Monolingual

κακόνυμφος, -ον (Α)
1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» — επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ.κακόνυμφος
κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος, νεόνυμφος].

Greek Monotonic

κᾰκόνυμφος: -ον (νύμφη),
I. κακοπαντρεμένος, αυτός που έχει συνάψει κακό, δυστυχισμένο γάμο, σε Ευρ.
II. ως ουσ., κακός ή ατυχής γαμπρός, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

κακόνυμφος: -ον, κακῶς νενυμφευμένος, κακονυμφοτάτα ὄνασις, ὅλως ἀνωφελὴς γάμος, Εὐρ. Ἱππ. 758. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κακὸς ἢ ἀτυχὴς γαμβρός, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 206, 990· ἴδε κακὸς ἐν τέλει.

Middle Liddell

κᾰκό-νυμφος, ον νύμφη
I. ill-married, of unhappy wedlock, Eur.
II. as substantive an ill or unhappy bridegroom, Eur.