θυμικός: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "muthig" to "mutig")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thymikos
|Transliteration C=thymikos
|Beta Code=qumiko/s
|Beta Code=qumiko/s
|Definition=ή, όν, (θυμός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">high-spirited</b>, of the dog, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>488b21</span>: τὸ ἄρρεν -ώτερον <span class="bibl">Id.<span class="title">PA</span>661b33</span>: Sup., <span class="bibl">D.C.49.36</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[θυμοειδής]] <span class="bibl">3</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Def.</span>415e</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>432a25</span>, <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span>p.33</span> J., <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>26p.480M.</span> </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">irascible</b>, <span class="bibl">Ath.2.38b</span>; θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span> 1389a9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Adv. -κῶς <span class="bibl">Plb.18.37.12</span>: Comp. -ώτερον <span class="bibl">Id.7.13.3</span>, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>10.11.5</span>.</span>
|Definition=θυμική, θυμικόν, ([[θυμός]])<br><span class="bld">A</span> [[high-spirited]], of the dog, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''488b21: τὸ ἄρρεν θυμικώτερον Id.''PA''661b33: Sup., D.C.49.36.<br><span class="bld">2</span> = [[θυμοειδής]] 3, Pl.''Def.''415e, Arist.''de An.''432a25, Phld.''Oec.''p.33 J., Hierocl.''in CA''26p.480M.<br><span class="bld">3</span> [[irascible]], Ath.2.38b; θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Arist.''Rh.'' 1389a9.<br><span class="bld">4</span> Adv. [[θυμικῶς]] Plb.18.37.12: Comp. -ώτερον Id.7.13.3, Cic.''Att.''10.11.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] muthig, ζῷα Arist. H. A. 1, 1; zornig, leidenschaftlich, θυμ. καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὁρμῇ rhet. 2, 14; [[δύναμις]], im Ggstz von [[γνώμη]] καὶ [[λογισμός]], Pol. 18, 20, 7.– Adv., Pol. 18, 20, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1223.png Seite 1223]] mutig, ζῷα Arist. H. A. 1, 1; zornig, leidenschaftlich, θυμ. καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὁρμῇ rhet. 2, 14; [[δύναμις]], im <span class="ggns">Gegensatz</span> von [[γνώμη]] καὶ [[λογισμός]], Pol. 18, 20, 7.– Adv., Pol. 18, 20, 12.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />plein de cœur, courageux, ardent;<br /><i>Cp.</i> θυμικώτερος, <i>Sp.</i> θυμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[отважный]], [[смелый]] (ζῷα, [[οἷον]] [[κύων]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[пылкий]], [[страстный]] (θ. καὶ [[ὀξύθυμος]] Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);<br /><b class="num">3</b> [[ретивый]], [[горячий]] ([[πῶλος]] θ. καὶ [[γοργός]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμικός''': -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ὁρμητικός]], θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12˙ συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11.
|lstext='''θῡμικός''': -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, [[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[ὁρμητικός]], θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12· συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />plein de cœur, courageux, ardent;<br /><i>Cp.</i> θυμικώτερος, <i>Sp.</i> θυμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμικός]], -ή, -όν) [[θυμός]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το θυμικό</i>(<i>ν</i>)<br />το θυμοειδές, [[κατά]] την πλατωνική [[φιλοσοφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> το [[σύνολο]] τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική [[ιδιοσυστασία]]» β. «θυμικό [[άσθμα]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>χημ.</b> «θυμικό οξύ» — η [[θυμόλη]].<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον [[σκύλο]]) [[ορμητικός]], [[ζωηρός]]<br /><b>2.</b> [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]], [[οργίλος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θυμικῶς</i> (Α)<br />με θυμό, με [[οργή]], οργίλως.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θῡμικός, ή, όν [[θυμός]]<br />[[high]]-[[spirited]], [[passionate]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 28 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμικός Medium diacritics: θυμικός Low diacritics: θυμικός Capitals: ΘΥΜΙΚΟΣ
Transliteration A: thymikós Transliteration B: thymikos Transliteration C: thymikos Beta Code: qumiko/s

English (LSJ)

θυμική, θυμικόν, (θυμός)
A high-spirited, of the dog, Arist.HA488b21: τὸ ἄρρεν θυμικώτερον Id.PA661b33: Sup., D.C.49.36.
2 = θυμοειδής 3, Pl.Def.415e, Arist.de An.432a25, Phld.Oec.p.33 J., Hierocl.in CA26p.480M.
3 irascible, Ath.2.38b; θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Arist.Rh. 1389a9.
4 Adv. θυμικῶς Plb.18.37.12: Comp. -ώτερον Id.7.13.3, Cic.Att.10.11.5.

German (Pape)

[Seite 1223] mutig, ζῷα Arist. H. A. 1, 1; zornig, leidenschaftlich, θυμ. καὶ ὀξύθυμοι καὶ οἷοι ἀκολουθεῖν τῇ ὁρμῇ rhet. 2, 14; δύναμις, im Gegensatz von γνώμη καὶ λογισμός, Pol. 18, 20, 7.– Adv., Pol. 18, 20, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
plein de cœur, courageux, ardent;
Cp. θυμικώτερος, Sp. θυμικώτατος.
Étymologie: θυμός.

Russian (Dvoretsky)

θῡμικός:
1 отважный, смелый (ζῷα, οἷον κύων Arst.);
2 пылкий, страстный (θ. καὶ ὀξύθυμος Arst.; βαρὺς καὶ θ. Polyb.);
3 ретивый, горячий (πῶλος θ. καὶ γοργός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θῡμικός: -ή, -όν, (θυμὸς) γενναιόψυχος, τολμηρός, θαρραλέος, ὁρμητικός, θ. καὶ ὀξύθυμοι οἱ νέοι Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 5· ἐπὶ τοῦ κυνός, ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 1. 1, 33. 2) ἐν χρήσει συνωνύμως τῷ θυμοειδὴς (3) παρὰ Πλάτ., ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 3. 9, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολύβ. 18. 20, 12· συγκρ. -ώτερον Κικ. π. Ἀττ. 10. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμικός, -ή, -όν) θυμός
το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν)
το θυμοειδές, κατά την πλατωνική φιλοσοφία
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων του ατόμου
2. αυτός που αναφέρεται στον θύμο αδένα (α. «θυμική ιδιοσυστασία» β. «θυμικό άσθμα»)
3. φρ. χημ. «θυμικό οξύ» — η θυμόλη.
αρχ.
1. (για τον σκύλο) ορμητικός, ζωηρός
2. ευέξαπτος, οξύθυμος, οργίλος.
επίρρ...
θυμικῶς (Α)
με θυμό, με οργή, οργίλως.

Middle Liddell

θῡμικός, ή, όν θυμός
high-spirited, passionate, Arist.