περιέπω: Difference between revisions
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(33 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periepo | |Transliteration C=periepo | ||
|Beta Code=perie/pw | |Beta Code=perie/pw | ||
|Definition=impf. < | |Definition=impf.<br><span class="bld">A</span> περιεῖπον [[Herodotus|Hdt.]]7.181, [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.9.5: fut. περιέψω Id.''Cyr.''4.4.12, Luc.''Tim.''12: aor. περιέσπον [[Herodotus|Hdt.]]1.73, al.; inf. [[περισπεῖν]] ib.115: fut. Med. περιέψομαι Id.2.115: aor. Pass. περιεφθῆναι Id.5.1 (not in correct Att. Prose):—[[treat]], [[handle]], whether well or ill, usually with an Adv. or some modal word to determine the sense:<br><span class="bld">1</span> in good sense, <b class="b3">π. εὖ τινα</b> [[treat]] him well, [[Herodotus|Hdt.]]1.73, etc.; κροκόδειλον… π. ὡς κάλλιστα Id.2.69; π. τινὰ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς X.''Smp.''8.38; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον, οὐχ ὡς δοῦλον Id.''Cyr.''4.4.12: without any modal word, [[treat with respect]] or [[honour]], Id.''Mem.''2.9.5, D.H. 8.45, Plu.''Num.''3, Anon.''Incred.''17; τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Porph. ''Marc.''17; ἐπήνεις καὶ περιεῖπες αὐτόν Arr.''Epict.''3.23.14.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, <b class="b3">τρηχἐως κάρτα π.</b> [[handle]] very roughly, [[Herodotus|Hdt.]]1.114; <b class="b3">ἀεικείῃ περισπεῖν τινα</b> ib.115; <b class="b3">τρηχέως κάρτα π. ἀεικείη</b> ib.73; π. [κροκοδείλους] ἅτε πολεμίους Id.2.69; π. ὡς ἀνδράποδα Id.7.181; <b class="b3">εἰ δὲ μή, ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι</b> (either Act., [[we will treat]] you as enemies, or Pass., [[you shall be treated]] as…) Id.2.115, cf. 7.149:—Pass., περιεφθῆναι ὑπό τινων τρηχέως Id.5.1, 81, al.; ὑπὸ τοῦ νοσήματος κακῶς περιέπεσθαι Hp.''Prorrh.''2.23; <b class="b3">οὐ πάνυ τι καλῶς π.</b> X.''HG''3.1.16.<br><span class="bld">3</span> abs., in part., [[with uigilance]], Plb.4.10.5.—The synon. [[ἀμφιέπω]] is ''poet.'' | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0574.png Seite 574]] (s. ἕπω), von allen Seiten darum herum sein, umgeben, behandeln, besorgen; ἅτε πολεμίους περιέπουσι αὐτούς, Her. 2, 69; impf. περιεῖπε, 1, 73; [[καί]] μιν Ἄμασις εὖ περιεῖπε, 2, 169; ὡς ἀνδράποδα, wie Sclaven behandeln, 7, 181; und aor., τρηχέως [[κάρτα]] περιέσπες αὐτούς, 1, 73. 114; τὸν παῖδα ἀεικείῃ τοιῇδε [[περισπεῖν]], Einen mit Schmach behandeln, ihm Schmach anthun, 1, 115; u. im pass., τρηχέως περιείποντο, sie wurden hart behandelt, 7, 211; περιέφθησαν τρηχέως ὑπ' αὐτῶν, 8, 27, vgl. 5, 1. 8, 18, öfter; auch so fut. med., περιέψεσθαι ὡς πολεμίους, sie würden wie Feinde behandelt werden, 7, 149. Einzeln auch in attischer Prosa: [[μάλα]] περιεῖπ εν αὐτόν, ehrte ihn sehr, Xen. Mem. 2, 9, 5; τοῦτον ταῖς μεγίσταις τιμαῖς περιέπειν, Conv. 8, 38; τοῦτον ὡς φίλον, οὐχ ὡς δοῦλον περιέψομεν, behandeln, Cyr. 4, 4, 12; auch im pass., [[καλῶς]] περιείποντο, Hell. 3, 1, 16; einzeln bei Sp., wie Pol. ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες, 4, 10, 5; τὴν [[ἀρχήν]], Luc. Mort. D. 12, 4; öfter Plut.; auch im med., wie Hdn. 5, 6, 16. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> περιεῖπον, <i>f.</i> περιέψω, <i>ao.2</i> [[περιέσπον]], <i>inf.</i> [[περισπεῖν]];<br /><i>Pass. f.</i> περιεφθήσομαι ; <i>ao.</i> περιέφθην;<br />envelopper, <i>d'où</i><br /><b>1</b> [[entourer de soins]] : [[εὖ]] περιέπειν τινά, entourer qqn de prévenances, d'attentions ; τινα [[ὡς]] εὐεργέτην XÉN entourer qqn de déférence <i>ou</i> de reconnaissance à titre de bienfaiteur ; τὸν οἶκόν τινος XÉN avoir en honneur la maison de qqn ; ἀρχήν LUC exercer le pouvoir avec sollicitude, donner tous ses soins à bien gouverner;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> ἀεικίῃ [[περισπεῖν]] τινα HDT traiter qqn avec une extrême inconvenance ; [[ἅτε]] πολεμίους HDT, [[ὡς]] ἀνδράποδα HDT traiter durement en ennemis, comme des esclaves ; <i>Pass.</i> être traité mal, durement;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[περιέπομαι]] (<i>f.</i> περιέψομαι) <i>m. sign., ou au sens Pass.</i> être traité.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἔπω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-έπω, aor. περιέσπον, inf. περισπεῖν; aor. pass. 3 plur. περιέφθησαν, ptc. nom. plur. m. περιεφθέντες, behandelen:; τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε hij behandelde de jongen heel ruw Hdt. 1.114.3; τοῦτον ἡμεῖς ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον... περιέψομεν hem zullen wij als weldoener en vriend behandelen Xen. Cyr. 4.4.12; ook med..; ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι als vijanden te zullen behandelen Hdt. 2.115.6; abs. respecteren:. μάλα περιεῖπεν αὐτόν hij respecteerde hem zeer Xen. Mem. 2.9.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιέπω:''' (aor. 2 [[περιέσπον]], inf. aor. [[περισπεῖν]]; pass.: fut. περιεφθήσομαι, aor. περιέφθην, inf. aor. περιεφθῆναι)<br /><b class="num">1</b> (с кем-л.) поступать, обращаться, обходиться (εὖ π. τινά Her.): π. τινὰ ὡς [[φίλον]] Xen. относиться к кому-л. как к другу; [[τρηχέως]] [[περισπεῖν]] τινα Her. сурово обойтись с кем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[уважать]], [[ценить]], [[любить]] (τινά Xen.; τὴν Μακεδόνων [[ἀρχήν]] Luc.);<br /><b class="num">3</b> [[окружать заботой]], [[лелеять]] (τινά Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΑ<br />[[περιποιούμαι]], [[φροντίζω]] (α. «[[περιέπω]] διά τιμών» β. «κροκόδειλον... περιέποντες ὡς [[κάλλιστα]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακομεταχειρίζομαι («ἅτε πολεμίους περιέπεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσέχω]] άγρυπνα («ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἕπω</i> «[[ασχολούμαι]], [[φροντίζω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιέπω:''' παρατ. <i>-εῖπον</i>, μέλ. <i>-έψω</i>, αόρ. βʹ <i>-έσπον</i>, απαρ. -[[σπεῖν]] — Μέσ., μέλ. <i>-έψομαι</i> — Παθ., αόρ. αʹ απαρ. <i>-εφθῆναι</i>· [[μεταχειρίζομαι]] με [[μεγάλη]] [[φροντίδα]]·<br /><b class="num">1.</b> με θετική [[σημασία]], εὖ [[περιέπω]] τινά, [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον με ευγενικό τρόπο, τον [[περιποιούμαι]], σε Ηρόδ.· ὡς [[κάλλιστα]] [[περιέπω]] τινά, στον ίδ.· [[περιέπω]] τινὰ ὡς εὐεργέτην, σε Ξεν.· μόνο του επίσης, [[μεταχειρίζομαι]] με σεβασμό ή [[τιμή]], [[θωπεύω]], Λατ. [[colo]], [[foveo]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[τρηχέως]] [[κάρτα]] [[περιέπω]], [[μεταχειρίζομαι]], [[συμπεριφέρομαι]] με [[τραχύτητα]], σε Ηρόδ.· [[περιέπω]] τινὰ ὡς πολέμιον, στον ίδ. — Παθ., [[τρηχέως]] περιεφθῆναι [[ὑπό]] τινος, στον ίδ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιέπω''': παρατατ. περιεῖπον Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 5˙ μέλλ. περιέψω˙ ἀόρ. περιέσπον, ἀπαρ. [[περισπεῖν]], ― ὁ ἀόρ. [[οὗτος]] μόνον ποιητ. καὶ ἐν τῇ Ἰωνικῇ πεζογραφίᾳ: μέσ. μέλλ. περιέψομαι Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.)˙ καὶ παθ. ἀόρ. περιεφθῆναι Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.)˙ μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ ὁ παρατατ. ἀπαντῶσιν ἐν τῇ Ἀττικῇ πεζογραφίᾳ. Μεταχειρίζομαι μεθ’ ὑπερβαλλούσης προσοχῆς, [[καλῶς]] ἢ κακῶς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις σχεδὸν ἀείποτε μετ’ ἐπιρρ. ἢ λέξεώς τινος τροπικῆς ὁριζούσης τὴν ἔννοιαν: 1) ἐπὶ καλῆς σημασίας, εὖ π. τινα, μεταχειρίζομαί τινα [[καλῶς]], περιποιοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.˙ ὡς κάλλιστα π. τινα ὁ αὐτ. 2. 69˙ π. τινα ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Ξεν. Συμπ. 8, 38˙ π. τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 4, 12˙ [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] λέξεώς τινος τροπικῆς, μεταχειρίζομαί τινα, μετὰ σεβασμοῦ ἢ [[τιμῆς]], [[περιθάλπω]], Λατιν. colo, foveo, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 9, 5, Διον. Ἁλ. 8. 45, Πλουτ. Νουμ. 3˙ ἐπῄνει καὶ περιεῖπε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 14. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, τρηχέως [[κάρτα]] περιέσπε ἀεικίῃ, μετεχειρίσθη μετὰ τραχύτητος ὡς δὲν ἔπρεπεν, Ἡρόδ. 1. 73, τὸν παῖδα τρηχέως [[κάρτα]] περιέσπε μαστιγέων 114· ἀεικίῃ [[περισπεῖν]] τινα, Λατ. ignominia afficere, 1. 115· π. τινὰ ἄτε πολέμιον 2. 69· π. ὡς ἀνδράποδα 7. 181· εἰ δὲ μή, περιέψεσθαι ὡς πολεμίους, [[ἔνθα]] ὁ μέλλ. δυνατὸν νὰ ληφθῇ ἢ ἐνεργ., θὰ σᾶς μεταχειρισθῶμεν ὡς ἐχθρούς, ἢ ὡς παθ., θὰ ὑποστῆτε χρῆσιν ἐχθρῶν, 2. 115· 7. 149· - συχν. ἐν τῷ παθ., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος 5. 1, 81, κ. ἀλλ.· κακῶς περιέπεσθαι ὑπὸ τοῦ νοσήματος Ἱππ. 105D· οὐ [[πάνυ]] τι [[καλῶς]] π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 16. 3) ἀπολ., κατὰ μετοχ., [[ἀγρύπνως]], μετὰ προσοχῆς, Πολύβ. 4. 10, 5. - Τὸ συνών. [[ἀμφιέπω]] [[εἶναι]] ποιητ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=imperf. -εῖπον fut. -έψω aor2 -έσπον inf. -[[σπεῖν]] Mid., fut. -έψομαι Pass., aor1 inf. -εφθῆναι<br />to [[treat]] with [[great]] [[care]]:<br /><b class="num">1.</b> in [[good]] [[sense]], εὖ π. τινά to [[treat]] him well, Hdt.; ὡς [[κάλλιστα]] π. τινά Hdt.; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην Xen.: [[alone]] also, to [[treat]] with [[respect]] or [[honour]], to [[caress]], Lat. [[colo]], [[foveo]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> in bad [[sense]], [[τρηχέως]], [[κάρτα]] [[τρηχέως]] π. to [[treat]], [[handle]] roughly, Hdt.; π. τινὰ ὡς πολέμιον Hdt.:—Pass., [[τρηχέως]] περιεφθῆναι ὑπό τινος Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 4 September 2023
English (LSJ)
impf.
A περιεῖπον Hdt.7.181, X.Mem.2.9.5: fut. περιέψω Id.Cyr.4.4.12, Luc.Tim.12: aor. περιέσπον Hdt.1.73, al.; inf. περισπεῖν ib.115: fut. Med. περιέψομαι Id.2.115: aor. Pass. περιεφθῆναι Id.5.1 (not in correct Att. Prose):—treat, handle, whether well or ill, usually with an Adv. or some modal word to determine the sense:
1 in good sense, π. εὖ τινα treat him well, Hdt.1.73, etc.; κροκόδειλον… π. ὡς κάλλιστα Id.2.69; π. τινὰ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς X.Smp.8.38; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον, οὐχ ὡς δοῦλον Id.Cyr.4.4.12: without any modal word, treat with respect or honour, Id.Mem.2.9.5, D.H. 8.45, Plu.Num.3, Anon.Incred.17; τὰ ἀγάλματα τῶν θεῶν Porph. Marc.17; ἐπήνεις καὶ περιεῖπες αὐτόν Arr.Epict.3.23.14.
2 in bad sense, τρηχἐως κάρτα π. handle very roughly, Hdt.1.114; ἀεικείῃ περισπεῖν τινα ib.115; τρηχέως κάρτα π. ἀεικείη ib.73; π. [κροκοδείλους] ἅτε πολεμίους Id.2.69; π. ὡς ἀνδράποδα Id.7.181; εἰ δὲ μή, ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι (either Act., we will treat you as enemies, or Pass., you shall be treated as…) Id.2.115, cf. 7.149:—Pass., περιεφθῆναι ὑπό τινων τρηχέως Id.5.1, 81, al.; ὑπὸ τοῦ νοσήματος κακῶς περιέπεσθαι Hp.Prorrh.2.23; οὐ πάνυ τι καλῶς π. X.HG3.1.16.
3 abs., in part., with uigilance, Plb.4.10.5.—The synon. ἀμφιέπω is poet.
German (Pape)
[Seite 574] (s. ἕπω), von allen Seiten darum herum sein, umgeben, behandeln, besorgen; ἅτε πολεμίους περιέπουσι αὐτούς, Her. 2, 69; impf. περιεῖπε, 1, 73; καί μιν Ἄμασις εὖ περιεῖπε, 2, 169; ὡς ἀνδράποδα, wie Sclaven behandeln, 7, 181; und aor., τρηχέως κάρτα περιέσπες αὐτούς, 1, 73. 114; τὸν παῖδα ἀεικείῃ τοιῇδε περισπεῖν, Einen mit Schmach behandeln, ihm Schmach anthun, 1, 115; u. im pass., τρηχέως περιείποντο, sie wurden hart behandelt, 7, 211; περιέφθησαν τρηχέως ὑπ' αὐτῶν, 8, 27, vgl. 5, 1. 8, 18, öfter; auch so fut. med., περιέψεσθαι ὡς πολεμίους, sie würden wie Feinde behandelt werden, 7, 149. Einzeln auch in attischer Prosa: μάλα περιεῖπ εν αὐτόν, ehrte ihn sehr, Xen. Mem. 2, 9, 5; τοῦτον ταῖς μεγίσταις τιμαῖς περιέπειν, Conv. 8, 38; τοῦτον ὡς φίλον, οὐχ ὡς δοῦλον περιέψομεν, behandeln, Cyr. 4, 4, 12; auch im pass., καλῶς περιείποντο, Hell. 3, 1, 16; einzeln bei Sp., wie Pol. ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες, 4, 10, 5; τὴν ἀρχήν, Luc. Mort. D. 12, 4; öfter Plut.; auch im med., wie Hdn. 5, 6, 16.
French (Bailly abrégé)
impf. περιεῖπον, f. περιέψω, ao.2 περιέσπον, inf. περισπεῖν;
Pass. f. περιεφθήσομαι ; ao. περιέφθην;
envelopper, d'où
1 entourer de soins : εὖ περιέπειν τινά, entourer qqn de prévenances, d'attentions ; τινα ὡς εὐεργέτην XÉN entourer qqn de déférence ou de reconnaissance à titre de bienfaiteur ; τὸν οἶκόν τινος XÉN avoir en honneur la maison de qqn ; ἀρχήν LUC exercer le pouvoir avec sollicitude, donner tous ses soins à bien gouverner;
2 en mauv. part ἀεικίῃ περισπεῖν τινα HDT traiter qqn avec une extrême inconvenance ; ἅτε πολεμίους HDT, ὡς ἀνδράποδα HDT traiter durement en ennemis, comme des esclaves ; Pass. être traité mal, durement;
Moy. περιέπομαι (f. περιέψομαι) m. sign., ou au sens Pass. être traité.
Étymologie: περί, ἔπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-έπω, aor. περιέσπον, inf. περισπεῖν; aor. pass. 3 plur. περιέφθησαν, ptc. nom. plur. m. περιεφθέντες, behandelen:; τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε hij behandelde de jongen heel ruw Hdt. 1.114.3; τοῦτον ἡμεῖς ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον... περιέψομεν hem zullen wij als weldoener en vriend behandelen Xen. Cyr. 4.4.12; ook med..; ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι als vijanden te zullen behandelen Hdt. 2.115.6; abs. respecteren:. μάλα περιεῖπεν αὐτόν hij respecteerde hem zeer Xen. Mem. 2.9.5.
Russian (Dvoretsky)
περιέπω: (aor. 2 περιέσπον, inf. aor. περισπεῖν; pass.: fut. περιεφθήσομαι, aor. περιέφθην, inf. aor. περιεφθῆναι)
1 (с кем-л.) поступать, обращаться, обходиться (εὖ π. τινά Her.): π. τινὰ ὡς φίλον Xen. относиться к кому-л. как к другу; τρηχέως περισπεῖν τινα Her. сурово обойтись с кем-л.;
2 уважать, ценить, любить (τινά Xen.; τὴν Μακεδόνων ἀρχήν Luc.);
3 окружать заботой, лелеять (τινά Plut.).
Greek Monolingual
ΝΑ
περιποιούμαι, φροντίζω (α. «περιέπω διά τιμών» β. «κροκόδειλον... περιέποντες ὡς κάλλιστα», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κακομεταχειρίζομαι («ἅτε πολεμίους περιέπεσθαι», Ηρόδ.)
2. προσέχω άγρυπνα («ἐφήδρευον τῇ τῆς λείας ἐξαποστολῇ περιέποντες», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἕπω «ασχολούμαι, φροντίζω»].
Greek Monotonic
περιέπω: παρατ. -εῖπον, μέλ. -έψω, αόρ. βʹ -έσπον, απαρ. -σπεῖν — Μέσ., μέλ. -έψομαι — Παθ., αόρ. αʹ απαρ. -εφθῆναι· μεταχειρίζομαι με μεγάλη φροντίδα·
1. με θετική σημασία, εὖ περιέπω τινά, μεταχειρίζομαι κάποιον με ευγενικό τρόπο, τον περιποιούμαι, σε Ηρόδ.· ὡς κάλλιστα περιέπω τινά, στον ίδ.· περιέπω τινὰ ὡς εὐεργέτην, σε Ξεν.· μόνο του επίσης, μεταχειρίζομαι με σεβασμό ή τιμή, θωπεύω, Λατ. colo, foveo, στον ίδ.
2. με αρνητική σημασία, τρηχέως κάρτα περιέπω, μεταχειρίζομαι, συμπεριφέρομαι με τραχύτητα, σε Ηρόδ.· περιέπω τινὰ ὡς πολέμιον, στον ίδ. — Παθ., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιέπω: παρατατ. περιεῖπον Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 5˙ μέλλ. περιέψω˙ ἀόρ. περιέσπον, ἀπαρ. περισπεῖν, ― ὁ ἀόρ. οὗτος μόνον ποιητ. καὶ ἐν τῇ Ἰωνικῇ πεζογραφίᾳ: μέσ. μέλλ. περιέψομαι Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.)˙ καὶ παθ. ἀόρ. περιεφθῆναι Ἡρόδ. (ἴδε κατωτ.)˙ μόνον ὁ ἐνεστ. καὶ ὁ παρατατ. ἀπαντῶσιν ἐν τῇ Ἀττικῇ πεζογραφίᾳ. Μεταχειρίζομαι μεθ’ ὑπερβαλλούσης προσοχῆς, καλῶς ἢ κακῶς, ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις σχεδὸν ἀείποτε μετ’ ἐπιρρ. ἢ λέξεώς τινος τροπικῆς ὁριζούσης τὴν ἔννοιαν: 1) ἐπὶ καλῆς σημασίας, εὖ π. τινα, μεταχειρίζομαί τινα καλῶς, περιποιοῦμαι, Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.˙ ὡς κάλλιστα π. τινα ὁ αὐτ. 2. 69˙ π. τινα ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Ξεν. Συμπ. 8, 38˙ π. τινὰ ὡς εὐεργέτην καὶ φίλον ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 4, 12˙ ὡσαύτως ἄνευ λέξεώς τινος τροπικῆς, μεταχειρίζομαί τινα, μετὰ σεβασμοῦ ἢ τιμῆς, περιθάλπω, Λατιν. colo, foveo, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 9, 5, Διον. Ἁλ. 8. 45, Πλουτ. Νουμ. 3˙ ἐπῄνει καὶ περιεῖπε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 23, 14. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, τρηχέως κάρτα περιέσπε ἀεικίῃ, μετεχειρίσθη μετὰ τραχύτητος ὡς δὲν ἔπρεπεν, Ἡρόδ. 1. 73, τὸν παῖδα τρηχέως κάρτα περιέσπε μαστιγέων 114· ἀεικίῃ περισπεῖν τινα, Λατ. ignominia afficere, 1. 115· π. τινὰ ἄτε πολέμιον 2. 69· π. ὡς ἀνδράποδα 7. 181· εἰ δὲ μή, περιέψεσθαι ὡς πολεμίους, ἔνθα ὁ μέλλ. δυνατὸν νὰ ληφθῇ ἢ ἐνεργ., θὰ σᾶς μεταχειρισθῶμεν ὡς ἐχθρούς, ἢ ὡς παθ., θὰ ὑποστῆτε χρῆσιν ἐχθρῶν, 2. 115· 7. 149· - συχν. ἐν τῷ παθ., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος 5. 1, 81, κ. ἀλλ.· κακῶς περιέπεσθαι ὑπὸ τοῦ νοσήματος Ἱππ. 105D· οὐ πάνυ τι καλῶς π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 16. 3) ἀπολ., κατὰ μετοχ., ἀγρύπνως, μετὰ προσοχῆς, Πολύβ. 4. 10, 5. - Τὸ συνών. ἀμφιέπω εἶναι ποιητ.
Middle Liddell
imperf. -εῖπον fut. -έψω aor2 -έσπον inf. -σπεῖν Mid., fut. -έψομαι Pass., aor1 inf. -εφθῆναι
to treat with great care:
1. in good sense, εὖ π. τινά to treat him well, Hdt.; ὡς κάλλιστα π. τινά Hdt.; π. τινὰ ὡς εὐεργέτην Xen.: alone also, to treat with respect or honour, to caress, Lat. colo, foveo, Xen.
2. in bad sense, τρηχέως, κάρτα τρηχέως π. to treat, handle roughly, Hdt.; π. τινὰ ὡς πολέμιον Hdt.:—Pass., τρηχέως περιεφθῆναι ὑπό τινος Hdt.