προτέρω: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(10)
 
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=protero
|Transliteration C=protero
|Beta Code=prote/rw
|Beta Code=prote/rw
|Definition=Adv. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">further, forwards</b>, <b class="b3">ἴθυσαν δὲ πολὺ π</b>. <span class="bibl">Il.4.507</span>; <b class="b3">τὼ δὲ βάτην π</b>. <span class="bibl">9.192</span>; <b class="b3">ἀλλ' ἕπεο π</b>. <span class="bibl">18.387</span>; μερμήριξε δ' . . ἢ π . . . διώκοι <span class="bibl">5.672</span>; <b class="b3">μαίεσθαι π</b>. <span class="bibl">Od.14.356</span>; <b class="b3">ἔτι π</b>. <span class="bibl">Il.23.526</span>, <span class="bibl">Od.5.417</span>; <b class="b3">καί νύ κε δὴ π. ἔτ' ἔρις γένετ'</b> the quarrel would have gone <b class="b2">further</b>, <span class="bibl">Il.23.490</span>; <b class="b3">ἦ πῄ με π. ἄξεις</b>; wilt thou carry me <b class="b2">further away?</b> <span class="bibl">3.400</span>; <b class="b3">ἔτ' οὐ π</b>. no <b class="b2">further</b>, no <b class="b2">more</b>, <span class="bibl">A.R.1.919</span>: c. gen. loci, <span class="bibl">D.P.923</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of Time, <b class="b2">sooner</b>, <span class="bibl">Call.<span class="title">Dian.</span>72</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> Adv. [[further]], [[forwards]], <b class="b3">ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω</b> Il.4.507; <b class="b3">τὼ δὲ βάτην προτέρω</b> 9.192; <b class="b3">ἀλλ' ἕπεο προτέρω</b> 18.387; μερμήριξε δ'.. ἢ π… διώκοι 5.672; <b class="b3">μαίεσθαι προτέρω</b> Od.14.356; <b class="b3">ἔτι προτέρω</b> Il.23.526, Od.5.417; <b class="b3">καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ'</b> the quarrel would have gone [[further]], Il.23.490; <b class="b3">ἦ πῄ με προτέρω ἄξεις</b>; wilt thou carry me further away? 3.400; <b class="b3">ἔτ' οὐ προτέρω</b> no [[further]], no [[more]], A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923.<br><span class="bld">II</span> of [[time]], [[sooner]], Call.''Dian.''72.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0792.png Seite 792]] adv. von [[πρότερος]], od. unmittelbar von πρό, wie [[ἀπωτέρω]] von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ [[προτέρω]], Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με [[προτέρω]] πολίων ἄξεις, 3, 400; [[ἔρις]] [[προτέρω]] γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι [[προτέρω]] τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ [[προτέρω]] μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><i>avec idée de lieu</i> [[plus en avant]].<br />'''Étymologie:''' [[πρότερος]].
}}
{{elnl
|elnltext=προτέρω [πρότερος] adv., [[verder]] (van plaats):. ἔτι προτέρω nog verder Od. 5.417.
}}
{{elru
|elrutext='''προτέρω:''' adv. [[вперед]], [[дальше]] ([[βήμεναι]] Hom.): προτέρω ἔτ᾽ [[ἔρις]] γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom. еще дальше зашла бы ссора между обоими.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[forward]], [[further]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[πρότερος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προτέρω:''' επίρρ. (από πρόθ. [[πρό]], όπως το [[ἀπωτέρω]] από πρόθ. ἀπό), [[παραπέρα]], [[περαιτέρω]], σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ [[προτέρω]] ἔτ' [[ἔρις]] γένετ', η [[έριδα]] θα προχωρούσε [[περαιτέρω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''προτέρω''': Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ [[ἀπωτέρω]] ἐκ τῆς ἀπό), [[προσωτέρω]], παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ [[προτέρω]] Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ [[προτέρω]] διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ [[προτέρω]] ἔτ’ [[ἔρις]] γένετ’, ἡ [[ἔρις]] θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με [[προτέρω]] ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προτέρω]]· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ [[προτέρω]] περ, ἔτι [[τριέτηρος]] [[ἐοῦσα]] Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from πρό, as ἀποτέρω from ἀπό]<br />[[further]], forwards, Hom.; καί νύ κε δὴ [[προτέρω]] ἔτ' [[ἔρις]] γένετ' the [[quarrel]] would [[have]] [[gone]] [[further]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 01:48, 10 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέρω Medium diacritics: προτέρω Low diacritics: προτέρω Capitals: ΠΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: protérō Transliteration B: proterō Transliteration C: protero Beta Code: prote/rw

English (LSJ)

A Adv. further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Il.4.507; τὼ δὲ βάτην προτέρω 9.192; ἀλλ' ἕπεο προτέρω 18.387; μερμήριξε δ'.. ἢ π… διώκοι 5.672; μαίεσθαι προτέρω Od.14.356; ἔτι προτέρω Il.23.526, Od.5.417; καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.23.490; ἦ πῄ με προτέρω ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400; ἔτ' οὐ προτέρω no further, no more, A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923.
II of time, sooner, Call.Dian.72.

German (Pape)

[Seite 792] adv. von πρότερος, od. unmittelbar von πρό, wie ἀπωτέρω von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω, Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με προτέρω πολίων ἄξεις, 3, 400; ἔρις προτέρω γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι προτέρω τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ προτέρω μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec idée de lieu plus en avant.
Étymologie: πρότερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτέρω [πρότερος] adv., verder (van plaats):. ἔτι προτέρω nog verder Od. 5.417.

Russian (Dvoretsky)

προτέρω: adv. вперед, дальше (βήμεναι Hom.): προτέρω ἔτ᾽ ἔρις γένετ᾽ ἀμφοτέροισιν Hom. еще дальше зашла бы ссора между обоими.

English (Autenrieth)

forward, further.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. πρότερος.

Greek Monotonic

προτέρω: επίρρ. (από πρόθ. πρό, όπως το ἀπωτέρω από πρόθ. ἀπό), παραπέρα, περαιτέρω, σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ', η έριδα θα προχωρούσε περαιτέρω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

προτέρω: Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ ἀπωτέρω ἐκ τῆς ἀπό), προσωτέρω, παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ προτέρω διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ’ ἔρις γένετ’, ἡ ἔρις θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με προτέρω ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτέρω· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.

Middle Liddell

[from πρό, as ἀποτέρω from ἀπό]
further, forwards, Hom.; καί νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.