ῥαντήριος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rantirios
|Transliteration C=rantirios
|Beta Code=r(anth/rios
|Beta Code=r(anth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for sprinkling</b>, <b class="b3">πέδον ῥ</b>. <b class="b2">besprinkled, reeking</b>, with blood, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1092</span>; Pors. read <b class="b3">πέδου ῥαντήριον</b> (as Subst.) <b class="b2">defilement</b>; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. <b class="b3">πεδορραντήριον</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ῥαντήριον, τό</b>,= <b class="b3">περιρραντήριον</b>, <span class="title">BCH</span> 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> of or for [[sprinkling]], <b class="b3">πέδον ῥ.</b> [[besprinkled]], [[reeking]], with blood, A.''Ag.''1092; Pors. read <b class="b3">πέδου ῥαντήριον</b> (as [[substantive]]) [[defilement]]; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. [[πεδορραντήριον]].<br><span class="bld">II</span> [[ῥαντήριον]], τό, = [[περιρραντήριον]], ''BCH'' 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0834.png Seite 834]] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; [[πέδον]] ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[arrosé]], [[mouillé]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥαντήριος:''' [[обрызганный]] (кровью), обагренный ([[πέδον]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] πεδορραντήριος).
}}
{{ls
|lstext='''ῥαντήριος''': -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, [[πέδον]] ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), [[μολυσμός]]· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: [[πεδορραντήριον]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ῥαντήρ]]·1. αυτός στον οποίο γίνεται [[ραντισμός]] («[[πέδον]] ῥαντήριον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ῥαντήριον</i><br />το [[περιρραντήριο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥαντήριος:''' -α, -ον ([[ῥαίνω]]), [[κατάλληλος]] για [[ράντισμα]], σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με [[αίμα]], μολυσμένος.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥαντήριος]], η, ον [[ῥαίνω]]<br />of or for [[sprinkling]]:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.
}}
}}

Latest revision as of 10:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήριος Medium diacritics: ῥαντήριος Low diacritics: ραντήριος Capitals: ΡΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhantḗrios Transliteration B: rhantērios Transliteration C: rantirios Beta Code: r(anth/rios

English (LSJ)

α, ον,
A of or for sprinkling, πέδον ῥ. besprinkled, reeking, with blood, A.Ag.1092; Pors. read πέδου ῥαντήριον (as substantive) defilement; and, in the same sense, Dobree suggested the compd. πεδορραντήριον.
II ῥαντήριον, τό, = περιρραντήριον, BCH 35.286 (Delos, ii B.C.), 54.98 (ibid., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 834] zum Benetzen, Vesprengen gehörig; πέδον ῥαντήριον, der blutbespritzte Boden, Aesch. Ag. 1063.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
arrosé, mouillé.
Étymologie: ῥαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ῥαντήριος: обрызганный (кровью), обагренный (πέδον Aesch. - v.l. πεδορραντήριος).

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήριος: -α, -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς ῥαντισμόν, πέδον ῥαντήριον, ἐρραντισμένον, κεκηλιδωμένον δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092· ὁ Πόρσων ἀνέγνω πέδου ῥαντήριον (ὡς οὐσιαστ.), μολυσμός· καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ὁ Dobree προτείνει τὸ σύνθετον: πεδορραντήριον.

Greek Monolingual

-ον, Α ῥαντήρ·1. αυτός στον οποίο γίνεται ραντισμόςπέδον ῥαντήριον», Αισχύλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥαντήριον
το περιρραντήριο.

Greek Monotonic

ῥαντήριος: -α, -ον (ῥαίνω), κατάλληλος για ράντισμα, σε Αισχύλ.· αυτός που παρουσιάζεται, εμφανίζεται ως λεκιασμένος, πιτσιλισμένος, βρώμικος, κηλιδωμένος με αίμα, μολυσμένος.

Middle Liddell

ῥαντήριος, η, ον ῥαίνω
of or for sprinkling:—in Aesch., it seems to be bedabbled, reeking.