ἀντικαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντικαθιστώ]].
|mltxt=(Α)<br /><b>βλ.</b> [[αντικαθιστώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντικαθίστημι:''' Ιων. ἀντι-κατ-· μέλ. <i>-καταστήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αντικαθιστώ]] ή [[ιδρύω]] αντί άλλου, [[υποκαθιστώ]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[θέτω]] αντίθετα, [[αντιτίθεμαι]], τινα [[πρός]] τινα, σε Θουκ.· <i>τινά τινι</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[επαναφέρω]], [[αποκαθιστώ]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. και Παθ. αορ. αʹ κατεστάθην [ᾰ], [[μπαίνω]] στη [[θέση]] άλλου, τίθεμαι ως [[διάδοχος]], σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] [[αντίκρυ]], [[αντιστέκομαι]], [[ανθίσταμαι]], <i>τινι</i>, σε Ξεν.· απόλ., σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικαθίστημι Medium diacritics: ἀντικαθίστημι Low diacritics: αντικαθίστημι Capitals: ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: antikathístēmi Transliteration B: antikathistēmi Transliteration C: antikathistimi Beta Code: a)ntikaqi/sthmi

English (LSJ)

Ion. ἀντικατ-, fut. -καταστήσω:—

   A replace, substitute, ἄλλα Hdt.9.93; μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν replace an equal quantity of gold, Th.2.13; ἄλλους ἀ. set up others in their stead, Arist.Mir.838a3.    2 set against, oppose, τινὰ πρός τινα Th. 4.93; establish as a counterpart, τινά τινι Pl.R.591a.    3 set up or bring back again, ἀ. ἐπὶ τὸ θαρρεῖν Th.2.65; rally, τοὺς θορυβηθέντας D.H.6.11.    II Pass., with aor. 2 and pf. Act.; also aor. 1 κατεστάθην X.An.3.1.38:—to be put in another's place, reign in his stead, Hdt.2.37, X.l.c.    2 to be pitted against another, opposed, abs., Th.1.71, 3.47, etc.; τινί X.Eq.Mag.7.5.    b in lawsuits, to be confronted with, τινί, πρός τινα, POxy.97.9 (ii A. D.), BGU168.11(ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 252] (s. ἴστημι), 1) dagegen, als etwas Entsprechendes aufstellen, Plat. Rep. IX, 591 a; τινί τι, das Heer dem Feinde, Xen. Cyr. 1, 6, 43; πρὸς τούτους ἀντικατέστησαν τοὺς ἀμυνομένους Thuc. 4, 93. – 2) an eines Anderen Stelle einsetzen, Her. 9, 93; ἀντικαταστῆσαι πάλιν Thuc. 2, 13; ἐάν τις ἀποθάνῃ ἄλλον ἀντικαθιστάτωσαν Pol. 22, 15; Plut. Tib. Graech. 13; pass., ἐάν τις ἀποθάνῃ, τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται Her. 2, 37; ὅπως ἀντὶ τῶν ἀπολωλότων στρατηγοὶ ἀντικατασταθῶσιν Xen. An. 3, 1, 38. – Auch in eine andere Stimmung versetzen, δεδιότας αὖ ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν Thuc. 2, 65. – Med. wie perf. u. aor. II. act., sich entgegenstellen, Widerstand leisten, ταῖς ναυσί Thuc. 7, 39; Xen. Hipp. 2, 5; bes. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαθίστημι: Ἰων. ἀντικατ-: μέλλ. -καταστήσω, ἀντικαθιστῶ, ἐν νόῳ ἔχων ἀντικαταστήσειν ἄλλα Ἡρόδ. 9. 93· μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν, δηλ. τὸν χρυσὸν τοῦ ἀγάλματος τῆς Ἀθηνᾶς ἐν τῷ Παρθενῶνι, Θουκ. 2. 13· καὶ οὗτοι ἄρχουσιν αὐτῶν, κατ’ ἐνιαυτὸν δ’ ἄλλους ἀντικαθιστάναι τοιούτους Ἀριστ. π. Θαυμ. Ἀκουσμ. 94. 2) ἵστημί τι ἐναντίον τινός, ἀντιτάσσω, Βοιωτοὶ δέ πρὸς τούτους ἀντικατέστησαν τοὺς ἀμυνομένους Θουκ. 4. 93· τινά τινι Πλάτ. Πολ. 591 Α. 3) ἐπαναφέρω, καὶ δεδιότας αὖ ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν Θουκ. 2. 65· τοὺς θορυβηθέντας Διον. Ἁλ. 6. 11. ΙΙ. Παθ. μετὰ ἐνεργ. ἀορ. β΄ καὶ πρκμ., ἔτι δὲ καὶ παθ. ἀορ. ἀντικατεστάθην (Ξεν. Ἀν. 3. 1, 38): - τίθεμαι εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, τίθεμαι ὡς διάδοχος, ἐπεὰν δέ τις (τῶν ἱερέων) ἀποθάνῃ, τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται Ἡρόδ. 2. 37· εἰ ἐπιμεληθείητε ὅπως ἀντὶ τῶν ἀπολωλότων ... στρατηγοὶ καὶ λοχαγοὶ ἀντικατασταθῶσιν Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἀνθίσταμαι, ἀπολ., ταύτης μέντοι τοιαύτης ἀντικαθεστηκυίας πόλεως Θουκ. 1. 71., 3. 47, κτλ.· τινὶ Ξεν. Ἱππαρχ. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντικατέστησα, etc.
I. tr. 1 établir ou poster en face : τινά τινι, τινα πρός τινα placer qqn en face de qqn, opposer une troupe à une autre;
2 mettre à la place ou en échange de ; particul. changer les dispositions de qqn : ἐπί τι dans le sens de qch;
II. intr. (à l’ao.2, au pf.2 Act. et au Moy.);
1 s’opposer ou résister à, τινι;
2 prendre ou occuper la place de : τινος ou ἀντί τινος de qqn.
Étymologie: ἀντί, καθίστημι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντικατ- Hdt.2.37, 9.93
I en pres. y fut. act. y aor. sigmático, tr.
1 poner a alguien o algo en lugar de otro, sustituir, reemplazar c. solo ac. ἄλλα de ovejas, Hdt.9.93, φύλακα ... καὶ ἄρχοντα Pl.R.591a, ἄλλους Arist.Mir.838a3, de oro μὴ ἐλάσσω ἀντικαταστῆσαι πάλιν Th.2.13, c. ἀντί y gen. ἀντὶ δὲ τούτων ἀντικατέστησε τοὺς υἱοὺς αὐτῶν LXX Io.5.7, en v. pas. τούτου ὁ παῖς ἀντικατίσταται el hijo (del muerto) es puesto en su lugar Hdt.2.37, cf. Plb.21.32.11.
2 devolver al estado anterior, hacer recobrarse, reanimar τοὺς θορυβηθέντας D.H.6.11
c. ἐπί y abstr. ἀντικαθίστη πάλιν ἐπὶ τὸ θαρσεῖν (les) devolvía la confianza Th.2.65.
3 c. ac. y dat. o πρός y ac. enfrentar, oponer πρὸς τούτους ... τοὺς ἀμυνουμένους Th.4.93
en v. med. enfrentarse σοὶ ... ἀντικαταστήσομαι A.Al.4C.2.22.
II en pres. y fut. med., aor. radical y perf., intr.
1 oponerse, enfrentarse de ejércitos o flotas enfrentarse en orden de combate ἀντικαταστάντες ταῖς ναυσί Th.7.39, cf. X.Eq.Mag.7.5
τοιαύτης ἀντικαθεστηκυίας πόλεως teniendo como contrario tal ciudad Th.1.71, cf. 3.47
fig. μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν Ep.Hebr.12.4
en v. med. mismo sent. ἀντικαταστήσεται ἡ ᾠδὴ αὕτη el propio canto dará testimonio en contra LXX De.31.21.
2 c. dat. o πρός y ac. querellarse en un juicio αὐτοῖς POxy.97.9 (II d.C.), πρός τινα BGU 168.11 (II d.C.).

English (Strong)

from ἀντί and καθίστημι; to set down (troops) against, i.e. withstand: resist.

English (Thayer)

2nd aorist ἀντικατεστην; (from Herodotus down); in the transitive tenses:
1. to put in place of another.
2. to place in opposition (to dispose troops, set an army in line of battle); in the intransitive tenses, to stand against, resist: Thucydides 1,62. 71).

Greek Monolingual

(Α)
βλ. αντικαθιστώ.

Greek Monotonic

ἀντικαθίστημι: Ιων. ἀντι-κατ-· μέλ. -καταστήσω·
I. 1. αντικαθιστώ ή ιδρύω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. θέτω αντίθετα, αντιτίθεμαι, τινα πρός τινα, σε Θουκ.· τινά τινι, σε Πλάτ.
3. επαναφέρω, αποκαθιστώ, σε Θουκ.
II. 1. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ. και Παθ. αορ. αʹ κατεστάθην [ᾰ], μπαίνω στη θέση άλλου, τίθεμαι ως διάδοχος, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. στέκομαι αντίκρυ, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι, τινι, σε Ξεν.· απόλ., σε Θουκ.