ἀφρός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀφρός]])<br /><b>1.</b> οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην [[επιφάνεια]] των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν<br /><b>2.</b> οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό [[μέρος]] κάποιου πράγματος<br /><b>2.</b> [[κάτι]] πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο<br /><b>αρχ.</b><br />αφρώδες [[αίμα]], [[αίμα]] και [[αφρός]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] που συνδέει το [[αφρός]] με το αρμεν. <i>p</i>'<i>tp</i>'<i>ur</i> «[[αφρός]]», [[μολονότι]] δελεαστική, προσκρούει στη [[δυσκολία]] συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη [[σύνδεση]] με τα <i>όμβρος</i>, αρχ. ινδ. <i>abhra</i>- «[[σύννεφο]]» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. [[αφρός]], ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού [[αλλά]] και τον αφρό στο [[στόμα]] ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. [[αφρός]] δήλωνε και [[είδος]] του ψαριού [[αφύη]], [[ονομασία]] που [[κατά]] τον Ησύχιο οφειλόταν στο [[λευκό]], όμοιο με τον αφρό, [[χρώμα]] του ψαριού [[αυτού]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αφρώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αφρισμός]] (νεοελλ. και <i>άφρισμα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>άναφρος</i>, [[αφρόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίαφρος]], [[έπαφρος]], <i>ύπαφρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφροκοπώ]], [[αφρολόγος]], [[αφροξυλιά]]].
|mltxt=ο (AM [[ἀφρός]])<br /><b>1.</b> οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην [[επιφάνεια]] των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν<br /><b>2.</b> οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο [[στόμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό [[μέρος]] κάποιου πράγματος<br /><b>2.</b> [[κάτι]] πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο<br /><b>αρχ.</b><br />αφρώδες [[αίμα]], [[αίμα]] και [[αφρός]] [[μαζί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[άποψη]] που συνδέει το [[αφρός]] με το αρμεν. <i>p</i>'<i>tp</i>'<i>ur</i> «[[αφρός]]», [[μολονότι]] δελεαστική, προσκρούει στη [[δυσκολία]] συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη [[σύνδεση]] με τα <i>όμβρος</i>, αρχ. ινδ. <i>abhra</i>- «[[σύννεφο]]» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. [[αφρός]], ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού [[αλλά]] και τον αφρό στο [[στόμα]] ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. [[αφρός]] δήλωνε και [[είδος]] του ψαριού [[αφύη]], [[ονομασία]] που [[κατά]] τον Ησύχιο οφειλόταν στο [[λευκό]], όμοιο με τον αφρό, [[χρώμα]] του ψαριού [[αυτού]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αφρώδης]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[αφρισμός]] (νεοελλ. και <i>άφρισμα</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <i>άναφρος</i>, [[αφρόγαλα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δίαφρος]], [[έπαφρος]], <i>ύπαφρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αφροκοπώ]], [[αφρολόγος]], [[αφροξυλιά]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφρός:''' ὁ, [[αφρός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για θυμωμένο [[λιοντάρι]], [[αφρός]], [[σάλιο]], στο ίδ.· ἀπ' ἀνθρώπων [[ἀφρόν]], αφρώδες [[αίμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρός Medium diacritics: ἀφρός Low diacritics: αφρός Capitals: ΑΦΡΟΣ
Transliteration A: aphrós Transliteration B: aphros Transliteration C: afros Beta Code: a)fro/s

English (LSJ)

ὁ,

   A foam, of the sea, ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορύρων Il.18.403, etc.; of a river, 5.599.    2 of persons and animals, foam, slaver, froth, περί τ' ἀ. ὀδόντας γίγνεται 20.168; ἀ. περὶ στόμα Hp.Aph.2.43, cf. Ev.Luc.9.39; μέλαν' ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν frothy blood, A.Eu.183, cf. Fr.372; θρομβώδεις ἀφροί S.Tr.702; βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, of wine, Antiph.237; κύλικα . . ἀφρῷ ζέουσαν Theophil.2.    II ἀφρὸς νίτρου, = ἀφρόνιτρον, Hp.Mul.1.75; . alone, Arist.Col.794a20.    2 ἀ. αἵματος, = σπέρμα, Diog.Apoll.A 24 D.    III a kind of ἀφύη, Arist.HA569a29, b28, Ath.7.325b; Ionic, acc. to Archestr. Fr.9.2, but cf. Hsch. s.v. ἀφύων τιμή. (ṃbhrós, cf. Skt. abhrám 'cloud', Lat. imber.)

German (Pape)

[Seite 415] ὁ, 1) Schaum, vonHom. an überall; Geifer des wüthenden Löwen Il. 20, 168; vgl. Aesch. Ch. 174; θρομβώδη ἀφρὸν ἀναζέουσι Soph. Trach. 699; vom Geifer auch Luc. Alex. 12 u. sonst. – 2) der Fisch, der sonst ἀφύη heißt, Archestrat. bei Ath. VII, 285 b; Arist. H. A. 6, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρός: ὁ, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, τῆς θαλάσσης, ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Ἰλ. Σ. 403, κτλ.· ποταμοῦ, Ε. 599: ― ὡσαύτως ἐπὶ ὠργισμένου λέοντος, περὶ δ’ ἀφρὸς ὀδόντας γίγνεται 20. 168· ἀφρὸς περὶ στόμα Ἱππ. Ἀφ. 1246· μέλαν’ ἀπ’ ἀνθρώπων ἀφρόν, ἀφρῶδες αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 183, πρβλ. Ἀποσπ. 434· θρομβώδεις ἀφροὶ Σοφ. Τρ. 702· βακχίου παλαιγενοῦς ἀφρῷ, ἐπὶ οἴνου, Ἀντιφάν. ἐν. Ἀδήλ. 15· κύλικα… ἀφρῷ ζέουσαν Θεόφιλος ἐν «Βοιωτία» 1. ΙΙ. ἀφρὸς νίτρου, ἴδε ἐν λ. ἀφρόνιτρον, ἴδε Ἱππ. 621. 47, Θεοφρ. Ἀποσπ. 20. 21. ΙΙΙ. ὁ θαλάσσιος γόνος, ὁ ἄλλως ἀφύηἀφρύη ὀνομαζόμενος, ὅστις ἐπιστεύετο ὅτι ἐγεννᾶτο ἐκ τῆς ἄμμου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 15. 4. κἑξ., Ἀθήν. 325Β. Ἴσως συγγενὲς τῷ ὄμβρος, imber, πρβλ. Σανσκρ. abhram (νεφέλη), ambu (ὕδωρ), ἴδε ἀφρῖτις.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
écume.
Étymologie: cf. ὄμβρος, lat. imber.

English (Autenrieth)

foam. (Il.)

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
I 1espuma
a) formada sobre diversos líquidos
el mar ῥόος Ὠκεανοῖο ἀφρῷ μορμύρων Il.18.403, cf. Tim.15.61, PMag.4.3204, Nonn.D.5.179, de un río Il.5.599, 21.325, Archil.97, de un caldo o puré, Hp.Mul.2.133 (p.298), ref. al vino δέπας ... ἀφρῷ βρυάζον Tim.4.2, κεραννύει ... ἀφρῷ ζέουσαν (κύλικα) Theophil.2;
b) fisiológico: de la saliva que se forma en la boca, de anim., de un león περί τ' ἀφρὸς (λέοντος) ὀδόντας γίγνεται Il.20.168, ἀφρὸς δὲ περὶ στόμα μαστιχόωντι λείβεται un jabalí, Hes.Sc.389, cf. A.R.3.1353, un caballo ἀ. χραίνει ... ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων A.Th.60, un dragón χλωρὸς ... ἀ. Nonn.D.4.382, cf. Archil.133, Call.Lau.Pall.12, de pers. γλώσσης S.Fr.687a, ἀμφὶ τὰς γένυας ἀ. ἤνσεεν (los guerreros), Ar.Lys.1257, de epilépticos, Hp.Morb.Sacr.1.37, 7.1, 19, Eu.Luc.9.39, τῆς μανίας Ach.Tat.2.29.2, καθαρῶν στομάτων ἀφρὸν ἥμερον ἐξαναβλύζων Hymn.Mag.3.4, del semen en rel. c. el nacimiento de Afrodita ἀ. ἀπ' ἀθανάτου χροὸς ὤρνυτο Hes.Th.191, Ἀφροδίτην ... κικλήσκουσι θεοὶ ... οὕνεκ' ἐν ἀφρῷ θρέφθη Hes.Th.197, ἐρώτων Nonn.D.5.613, ἀ. ... τοῦ αἵματος ref. al semen Clem.Al.Paed.1.6.48
ref. a la sangre cuajarón μέλαν' ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν A.Eu.183, θρομβώδεις ἀφροί S.Tr.702.
II 1sal de nitro νίτρου Hp.Mul.1.75, ref. al color, Arist.Col.794a20.
2 ict. boquerón, bocarte prob. aphya minuta Arist.HA 569a29, 569b28, Ath.325b.

• Etimología: Etim. desconocida. Se ha rel. c. arm. p‘rp‘ur ‘espuma’. Es dud. la rel. c. ai. abhrá- ‘nube’ de *m̥bhros.

English (Strong)

apparently a primary word; froth, i.e. slaver: foaming.

Greek Monolingual

ο (AM ἀφρός)
1. οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν
2. οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο στόμα
νεοελλ.
1. το πιο εκλεκτό μέρος κάποιου πράγματος
2. κάτι πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστο
αρχ.
αφρώδες αίμα, αίμα και αφρός μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη που συνδέει το αφρός με το αρμεν. p'tp'ur «αφρός», μολονότι δελεαστική, προσκρούει στη δυσκολία συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη σύνδεση με τα όμβρος, αρχ. ινδ. abhra- «σύννεφο» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. αφρός, ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού αλλά και τον αφρό στο στόμα ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. αφρός δήλωνε και είδος του ψαριού αφύη, ονομασία που κατά τον Ησύχιο οφειλόταν στο λευκό, όμοιο με τον αφρό, χρώμα του ψαριού αυτού.
ΠΑΡ. αφρώδης
μσν.- νεοελλ.
αφρισμός (νεοελλ. και άφρισμα).
ΣΥΝΘ. άναφρος, αφρόγαλα
αρχ.
δίαφρος, έπαφρος, ύπαφρος
νεοελλ.
αφροκοπώ, αφρολόγος, αφροξυλιά].

Greek Monotonic

ἀφρός: ὁ, αφρός, λέγεται για τη θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για θυμωμένο λιοντάρι, αφρός, σάλιο, στο ίδ.· ἀπ' ἀνθρώπων ἀφρόν, αφρώδες αίμα, σε Αισχύλ.