κηλώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(20)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />κηλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μαγεύω]], [[τέρπω]], [[θέλγω]], [[κυρίως]] με [[μουσική]] (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν πολλὴ [[ἀμουσία]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κηλοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων κηλούμενος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ē</i><i>l</i>- «[[εξαπατώ]], [[κολακεύω]]» και συνδέεται με γοτθ. (<i>af</i>)<i>h</i><i>ō</i><i>l</i><i>ō</i><i>n</i> «[[συκοφαντώ]]», αγγλοσαξ. <i>h</i><i>ō</i><i>lian</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>huolen</i> «[[απατώ]]», αγγλοσαξ. <i>h</i><i>ō</i><i>l</i> «[[συκοφαντία]], λατ. <i>calvor</i> «[[απαντώ]]», <i>calumnia</i> «[[συκοφαντία]]». Κατ' άλλους, συνδέεται με τις λ. [[κέλαδος]], <i>καλεῖν</i>, [[κόλαξ]]. Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, συνδέεται με ρωσ. <i>šalitb</i> αυθαδιάζω» και τσεχ. <i>šaliti</i> «[[εξαπατώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηλέστης]], <i>κηληδόνες</i>, [[κηληθμός]], [[κήληθρον]], [[κήλημα]], [[κήλησις]], [[κηλήτειρα]], [[κηλητήριος]], [[κηλητής]], [[κήλητρον]], [[κηλητικός]], [[κηλήτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>εκκηλέω</i>, [[κατακηλέω]], <i>υπερκηλέω</i>].———————— <b>(II)</b><br />κηλῶ, -όω (Α, Μ [[κηλώνω]]) [[κήλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κηλώνομαι</i>-[[παθαίνω]] [[κήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενεργώ]] [[άμβλωση]].———————— <b>(III)</b><br />κηλῶ, -όω (Α)<br />δ. τ. του [[κηλώ]] -<i>έω</i> (I).
|mltxt=<b>(I)</b><br />κηλῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[μαγεύω]], [[τέρπω]], [[θέλγω]], [[κυρίως]] με [[μουσική]] (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν πολλὴ [[ἀμουσία]]», <b>Πλάτ.</b><br />β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κηλοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων κηλούμενος», <b>Πλάτ.</b><br />β. «ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><i>ē</i><i>l</i>- «[[εξαπατώ]], [[κολακεύω]]» και συνδέεται με γοτθ. (<i>af</i>)<i>h</i><i>ō</i><i>l</i><i>ō</i><i>n</i> «[[συκοφαντώ]]», αγγλοσαξ. <i>h</i><i>ō</i><i>lian</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>huolen</i> «[[απατώ]]», αγγλοσαξ. <i>h</i><i>ō</i><i>l</i> «[[συκοφαντία]], λατ. <i>calvor</i> «[[απαντώ]]», <i>calumnia</i> «[[συκοφαντία]]». Κατ' άλλους, συνδέεται με τις λ. [[κέλαδος]], <i>καλεῖν</i>, [[κόλαξ]]. Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], όχι πολύ πιθανή, συνδέεται με ρωσ. <i>šalitb</i> αυθαδιάζω» και τσεχ. <i>šaliti</i> «[[εξαπατώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κηλέστης]], <i>κηληδόνες</i>, [[κηληθμός]], [[κήληθρον]], [[κήλημα]], [[κήλησις]], [[κηλήτειρα]], [[κηλητήριος]], [[κηλητής]], [[κήλητρον]], [[κηλητικός]], [[κηλήτωρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>εκκηλέω</i>, [[κατακηλέω]], <i>υπερκηλέω</i>].<br /><b>(II)</b><br />κηλῶ, -όω (Α, Μ [[κηλώνω]]) [[κήλη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κηλώνομαι</i>-[[παθαίνω]] [[κήλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενεργώ]] [[άμβλωση]].<br /><b>(III)</b><br />κηλῶ, -όω (Α)<br />δ. τ. του [[κηλώ]] -<i>έω</i> (I).
}}
}}

Revision as of 13:35, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
κηλῶ, -έω (Α)
1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ.
β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.)
2. παθ. κηλοῡμαι, -έομαι
προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων κηλούμενος», Πλάτ.
β. «ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kēl- «εξαπατώ, κολακεύω» και συνδέεται με γοτθ. (af)hōlōn «συκοφαντώ», αγγλοσαξ. hōlian, αρχ. άνω γερμ. huolen «απατώ», αγγλοσαξ. hōl «συκοφαντία, λατ. calvor «απαντώ», calumnia «συκοφαντία». Κατ' άλλους, συνδέεται με τις λ. κέλαδος, καλεῖν, κόλαξ. Τέλος, κατ' άλλη άποψη, όχι πολύ πιθανή, συνδέεται με ρωσ. šalitb αυθαδιάζω» και τσεχ. šaliti «εξαπατώ».
ΠΑΡ. αρχ. κηλέστης, κηληδόνες, κηληθμός, κήληθρον, κήλημα, κήλησις, κηλήτειρα, κηλητήριος, κηλητής, κήλητρον, κηλητικός, κηλήτωρ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκκηλέω, κατακηλέω, υπερκηλέω].
(II)
κηλῶ, -όω (Α, Μ κηλώνω) κήλη
μσν.
1. απαλλάσσω
2. παθ. κηλώνομαι-παθαίνω κήλη
αρχ.
ενεργώ άμβλωση.
(III)
κηλῶ, -όω (Α)
δ. τ. του κηλώ -έω (I).