κρότος: Difference between revisions
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[κρότος]], Μ και [[κρότος]], τὸ)<br /><b>1.</b> [[δυνατός]] και [[ξηρός]] [[ήχος]] μικρής διάρκειας που προέρχεται [[συνήθως]] από [[κρούση]] ή [[σύγκρουση]] (α. «μέ ξύπνησε [[ένας]] [[φοβερός]] [[κρότος]]» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῑ ποδῶν κρότοισιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[έντονος]] [[ήχος]] ή ο [[θόρυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ακουστ.)</b> [[ήχος]] πολύ σύντομης [[συνήθως]] διάρκειας, ο [[οποίος]] στερείται του χαρακτηριστικού του ύψους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή [[εντύπωση]] ή [[μεγάλη]] [[απήχηση]] ενός γεγονότος, [[πάταγος]] («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταραχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] τὸ [[κρότος]]» — καταλαμβάνομαι από φόβο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροκρότημα]], [[επιδοκιμασία]] («[[κρότος]] χειρών», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ξηρός]] [[ήχος]] που προκαλεί [[κανείς]] προκειμένου να συγκεντρώσει [[σμήνος]] [[μελισσών]] («δοκοῡσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδοκιμασία]] («ἦν δὲ [[γέλως]] καὶ [[κρότος]] ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρότος]] [[είναι]] μεταρρηματ. παρ. του <i>κροτῶ</i>, το οποίο μαρτυρείται [[νωρίτερα]] και συχνότερα από το [[κρότος]]. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε <i>krnt</i>- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή <i>βρομῶ</i>, <i>δουπῶ</i>, [[καθώς]] και με αγγλοσαξ. <i>hrindan</i>, <i>hrand</i>, αρχ. νορβ. <i>hrinda</i>, <i>hratt</i> «[[χτυπώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρόταλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροτοθόρυβος]]. (Β' συνθετικό) [[άκροτος]], [[δίκροτος]], [[έκκροτος]], [[μονόκροτος]], [[πολύκροτος]], [[τρίκροτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφίκροτος</i>, [[απόκροτος]], <i>δυσκροτος</i>, [[επίκροτος]], [[εύκροτος]], [[ιππόκροτος]], [[κατάκροτος]], [[κωδωνόκροτος]], <i>λιγόκροτος</i>, [[μετρόκροτος]], [[νεόκροτος]], [[περίκροτος]], [[ποδίκροτος]], [[ποσσίκροτος]], [[υψίκροτος]], [[φιλόκροτος]], [[χαλκόκροτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεξίκροτος]]]. | |mltxt=ο (AM [[κρότος]], Μ και [[κρότος]], τὸ)<br /><b>1.</b> [[δυνατός]] και [[ξηρός]] [[ήχος]] μικρής διάρκειας που προέρχεται [[συνήθως]] από [[κρούση]] ή [[σύγκρουση]] (α. «μέ ξύπνησε [[ένας]] [[φοβερός]] [[κρότος]]» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῑ ποδῶν κρότοισιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) ο [[έντονος]] [[ήχος]] ή ο [[θόρυβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ακουστ.)</b> [[ήχος]] πολύ σύντομης [[συνήθως]] διάρκειας, ο [[οποίος]] στερείται του χαρακτηριστικού του ύψους<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ζωηρή [[εντύπωση]] ή [[μεγάλη]] [[απήχηση]] ενός γεγονότος, [[πάταγος]] («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταραχή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίρνω]] τὸ [[κρότος]]» — καταλαμβάνομαι από φόβο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειροκρότημα]], [[επιδοκιμασία]] («[[κρότος]] χειρών», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ξηρός]] [[ήχος]] που προκαλεί [[κανείς]] προκειμένου να συγκεντρώσει [[σμήνος]] [[μελισσών]] («δοκοῡσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδοκιμασία]] («ἦν δὲ [[γέλως]] καὶ [[κρότος]] ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρότος]] [[είναι]] μεταρρηματ. παρ. του <i>κροτῶ</i>, το οποίο μαρτυρείται [[νωρίτερα]] και συχνότερα από το [[κρότος]]. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε <i>krnt</i>- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή <i>βρομῶ</i>, <i>δουπῶ</i>, [[καθώς]] και με αγγλοσαξ. <i>hrindan</i>, <i>hrand</i>, αρχ. νορβ. <i>hrinda</i>, <i>hratt</i> «[[χτυπώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρόταλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κροτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κροτοθόρυβος]]. (Β' συνθετικό) [[άκροτος]], [[δίκροτος]], [[έκκροτος]], [[μονόκροτος]], [[πολύκροτος]], [[τρίκροτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφίκροτος</i>, [[απόκροτος]], <i>δυσκροτος</i>, [[επίκροτος]], [[εύκροτος]], [[ιππόκροτος]], [[κατάκροτος]], [[κωδωνόκροτος]], <i>λιγόκροτος</i>, [[μετρόκροτος]], [[νεόκροτος]], [[περίκροτος]], [[ποδίκροτος]], [[ποσσίκροτος]], [[υψίκροτος]], [[φιλόκροτος]], [[χαλκόκροτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλεξίκροτος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρότος:''' -ου, ὁ, αυτός που χτυπά, ο [[ήχος]] που παράγεται από κρότο, <i>κρ. ποδῶν</i>, [[χτύπος]] των ποδιών στο χορό, σε Ευρ.· κρ. [[χειρῶν]], [[χειροκρότημα]], [[κτυπώ]] [[παλαμάκια]], σε Αριστοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A rattling noise, made to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16; κ. ποδῶν beat of the feet in dancing, E.Heracl.783 (pl.), Tr. 546 both lyr.); κ. σικινίδων Id.Cyc.37; ὁ τῶν δακτύλων κ. snapping of the fingers, Ael.NA17.5; ἐνόπλιος κ. clash of arms, Plu.Mar.22; ὁ κ. τῶν λόγων Luc.Dem.Enc.15 (but perh. 'welding'); ἡ εὔροια καὶ ὁ τῆς γλώσσης κ. Philostr.VS2.25.6; ῥυθμοῖο κ. APl.4.226 (Alc. Mess.). 2 κ. χειρῶν clapping of hands, applause, Ar.Ra.157: abs., X.An.6.1.13, etc.; θόρυβον καὶ κ . . . ἐποιήσατε D.21.14, cf. 19.195. b in token of ridicule, γέλως καὶ κ. Pl.La.184a.
Greek (Liddell-Scott)
κρότος: -ου, ὁ, ξηρὸς ἦχος ὃν προξενεῖ τις ὅπως συναγάγῃ σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ κτύπημα τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. Ἡρακλ. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ κρότος ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· ἐνόπλιος κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων κρότος, Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, εὐφημία, ἔπαινος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ γέλως Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε κροτέω ΙΙ. 2. β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit qu’on fait en frappant sur qch ; particul. :
1 κρότος δακτύλων ÉL bruit qu’on produit en faisant claquer les doigts;
2 κρότος χειρῶν AR, ou abs. κρότος bruit qu’on fait en battant des mains, applaudissement;
3 p. ext. bruit d’un discours, d’un chant.
Étymologie: κροτέω.
Greek Monolingual
ο (AM κρότος, Μ και κρότος, τὸ)
1. δυνατός και ξηρός ήχος μικρής διάρκειας που προέρχεται συνήθως από κρούση ή σύγκρουση (α. «μέ ξύπνησε ένας φοβερός κρότος» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῑ ποδῶν κρότοισιν», Ευρ.)
2. (γενικά) ο έντονος ήχος ή ο θόρυβος
νεοελλ.
1. (ακουστ.) ήχος πολύ σύντομης συνήθως διάρκειας, ο οποίος στερείται του χαρακτηριστικού του ύψους
2. μτφ. ζωηρή εντύπωση ή μεγάλη απήχηση ενός γεγονότος, πάταγος («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)
μσν.
1. ταραχή
2. φρ. «παίρνω τὸ κρότος» — καταλαμβάνομαι από φόβο
μσν.-αρχ.
χειροκρότημα, επιδοκιμασία («κρότος χειρών», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (ειδ.) ξηρός ήχος που προκαλεί κανείς προκειμένου να συγκεντρώσει σμήνος μελισσών («δοκοῡσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», Αριστοτ.)
2. αποδοκιμασία («ἦν δὲ γέλως καὶ κρότος ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρότος είναι μεταρρηματ. παρ. του κροτῶ, το οποίο μαρτυρείται νωρίτερα και συχνότερα από το κρότος. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε krnt- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή βρομῶ, δουπῶ, καθώς και με αγγλοσαξ. hrindan, hrand, αρχ. νορβ. hrinda, hratt «χτυπώ».
ΠΑΡ. κρόταλο
νεοελλ.
κροτικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κροτοθόρυβος. (Β' συνθετικό) άκροτος, δίκροτος, έκκροτος, μονόκροτος, πολύκροτος, τρίκροτος
αρχ.
αμφίκροτος, απόκροτος, δυσκροτος, επίκροτος, εύκροτος, ιππόκροτος, κατάκροτος, κωδωνόκροτος, λιγόκροτος, μετρόκροτος, νεόκροτος, περίκροτος, ποδίκροτος, ποσσίκροτος, υψίκροτος, φιλόκροτος, χαλκόκροτος
νεοελλ.
αλεξίκροτος].
Greek Monotonic
κρότος: -ου, ὁ, αυτός που χτυπά, ο ήχος που παράγεται από κρότο, κρ. ποδῶν, χτύπος των ποδιών στο χορό, σε Ευρ.· κρ. χειρῶν, χειροκρότημα, κτυπώ παλαμάκια, σε Αριστοφ., Ξεν.