λίτρα: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(23) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λίτρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παλαιά [[ονομασία]] του λίτρου<br /><b>2.</b> βυζαντινή [[μονάδα]] βάρους τών νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />βενετικό [[νόμισμα]] ίσο με το 1 / 6 του δουκάτου<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] επιφανείας ίση με το 1 / 40 του μοδίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ρωμαϊκό [[μέτρο]] βάρους ίσο με 12 ουγγιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αργυρό σικελικό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική [[κοτύλη]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) η [[λιτροδόκη]]<br /><b>4.</b> ο [[αστερισμός]] του Ζυγού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 [[χρόνια]] ([[διότι]] από μία [[λίτρα]] χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεσογειακή λ., πιθ. από τη [[Σικελία]], που ανάγεται σε τ. <i>l</i><i>ī</i><i>pr</i><i>ā</i>. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>l</i><i>ī</i><i>bra</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λιτραίος]], [[λιτριαίος]], [[λιτρίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιτροδόκη]], [[λιτροσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιτροβουλής]], [[λιτρόμηλον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δεκάλιτρος]], [[ημιλίτριον]], [[ημίλιτρον]], [[πεντάλιτρος]]. | |mltxt=η (AM [[λίτρα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παλαιά [[ονομασία]] του λίτρου<br /><b>2.</b> βυζαντινή [[μονάδα]] βάρους τών νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />βενετικό [[νόμισμα]] ίσο με το 1 / 6 του δουκάτου<br /><b>μσν.</b><br />[[μονάδα]] επιφανείας ίση με το 1 / 40 του μοδίου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ρωμαϊκό [[μέτρο]] βάρους ίσο με 12 ουγγιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αργυρό σικελικό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική [[κοτύλη]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) η [[λιτροδόκη]]<br /><b>4.</b> ο [[αστερισμός]] του Ζυγού<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 [[χρόνια]] ([[διότι]] από μία [[λίτρα]] χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεσογειακή λ., πιθ. από τη [[Σικελία]], που ανάγεται σε τ. <i>l</i><i>ī</i><i>pr</i><i>ā</i>. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη [[μορφή]] <i>l</i><i>ī</i><i>bra</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λιτραίος]], [[λιτριαίος]], [[λιτρίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιτροδόκη]], [[λιτροσκόπος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιτροβουλής]], [[λιτρόμηλον]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δεκάλιτρος]], [[ημιλίτριον]], [[ημίλιτρον]], [[πεντάλιτρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λίτρα:''' ἡ, αργυρό Σικελικό [[νόμισμα]], Λατ. [[libra]]· ως [[μονάδα]] βάρους, 12 ουγγιές, [[μία]] [[λίβρα]], σε Ανθ.· μεταφ., <i>λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας</i>, έχοντας ζήσει 72 χρόνια ([[επειδή]] στα μεταγεν. χρόνια η [[λίβρα]] χρυσού κοβόταν σε 72 κομμάτια), στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a silver coin of Sicily, Epich.9, Sophr.72, Diph.71, Posidipp. 8.—On its value v. Arist.Fr.476,510. II as a weight, 12 ounces, a pound, [Simon.]141, Plb.21.43.19, D.S.14.116, Dsc.1.43, Plu. TG2, J.AJ14.7.1: metaph., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας having lived a pound of years, i.e. 72 (in late times a pound of gold was coined into 72 pieces), AP10.97 (Pall.). III measure of capacity, = 1 Italic κοτύλη, Gal.6.287. [ῑ as in Lat. libra; written λείτρα in CIG2040.7 (Bosp.).] (Both λίτρα and Lat. libra prob. from early Italic *līprā.)
German (Pape)
[Seite 54] ἡ, das lateinische libra, nur dorisch, nach Poll. 9, 81 eine Silbermünze in Sicilien, B. A. 105, früher in Korinth gebräuchlich, = 12/3 attische Obolen, nach Arist. bei Poll. 9, 80, = ὀβολὸς Αἰγιναῖος. – Als Gewicht 12 Unzen, in Rom aes librale, vgl. Simonds 39 (VI, 214) u. Pol. 22, 26. – Bei Pallad. 45 (X, 97) ἐτῶν λίτραν ζήσας, ein Pfund Jahre, das sind 72, denn aus einem Pfunde Gold wurden 72 Goldstücke in späterer Zeit geprägt. – Bei Sp. auch die Wage am Himmel.
Greek (Liddell-Scott)
λίτρα: ἡ, ἀργυροῦν Σικελικὸν νόμισμα, Ἐπίχ. 5 Ahr., Σώφρων 26 Ahr., καὶ ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, Δίφιλ. ἐν «Σικελικῷ» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 2, Πολυδ. Δ΄, 173. - Ἡ λέξις λίτρα φαίνεται ἁπλῶς Σικελοελληνικὸς τύπος τοῦ Ρωμαϊκοῦ libra (ἴδε ἐν λέξ. ἐλεύθερος)· ἐπειδὴ τὸ Ἰταλικὸν νομισματικὸν σύστημα παρελήφθη ἐκ τῶν ἐν Σικελία Δωριέων (πρβλ. νοῦμμος)· Ἡ λίτρα λέγεται παρ’ Ἀριστ. (Ἀποσπ. 436, πρβλ. 467) ὡς δυναμένη Αἰγινήτην ὀβολὸν (τὸ Λατ. libra ἢ as), καὶ ὡς διαιρουμένη ὡς ουτος εἰς 12 οὐγκίας (unciae)· ἕτερα δὲ μέρη αὐτῆς ἦσαν τὸ ἡμίλιτρον (semis), πεντώγκιον (quincunx), τριᾶς (triens), τετρᾶς (quadrans), ἑξᾶς (sextans)· ὑπῆρχεν ὡσαύτως καὶ δεκάλιτρον = decussis ἢ denarius. Ἴδε Bentl. εἰς Φάλαριν σ. 427- 478, Βöckh Metrol. Untersuch. xxi, Mommsen R. H. 1. σ. 210 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ libra, ὡς βάρος, = 12 οὐγκίαις, λίτρα, Ψευδ-Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 214, Πολύβ. 22. 26, 19· - μεταφορ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, δηλ. ζήσας ἔτη 72 (ἐπειδὴ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις λίτρα χρυσοῦ ἐκόπτετο εἰς 72 νομίσματα), Ἀνθ. Π. 10. 97. 2) = λιτροδόκη, Φώτ. ΙΙΙ. παρὰ συγγραφεῦσι λίαν μεταγενεστ. = τῇ Λατ. Libra ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ. [ῑ, ὡς ἐν τῷ Λατ. libra· ἐντεῦθεν φέρεται λείτρα ἔν τινι τοῦ Βοσπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2040. 7.]
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la livre, poids et monnaie :
1 livre de 12 onces (à Rome, as libralis);
2 monnaie d’argent sicilienne de 1,333 obole attique ou éginétique.
Étymologie: DELG terme médit. venant de Sicile, emprunté parallèlement par le lat. libra.
English (Strong)
of Latin origin (libra); a pound in weight: pound.
English (Thayer)
λίτρας, ἡ, a pound, a weight of twelve ounces: Polybius 22,26, 19; Diodorus 14,116,7; Plutarch, Tib. et G. Grac. 2,3; Josephus, Antiquities 14,7, 1; others.)
Greek Monolingual
η (AM λίτρα)
νεοελλ.
1. παλαιά ονομασία του λίτρου
2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια
νεοελλ.-μσν.
βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 του δουκάτου
μσν.
μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 του μοδίου
μσν.-αρχ.
ρωμαϊκό μέτρο βάρους ίσο με 12 ουγγιές
αρχ.
1. αργυρό σικελικό νόμισμα
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική κοτύλη
3. (κατά τον Φώτ.) η λιτροδόκη
4. ο αστερισμός του Ζυγού
5. φρ. «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 χρόνια (διότι από μία λίτρα χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ., πιθ. από τη Σικελία, που ανάγεται σε τ. līprā. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή lībra.
ΠΑΡ. αρχ. λιτραίος, λιτριαίος, λιτρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λιτροδόκη, λιτροσκόπος
μσν.
λιτροβουλής, λιτρόμηλον. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκάλιτρος, ημιλίτριον, ημίλιτρον, πεντάλιτρος.
Greek Monotonic
λίτρα: ἡ, αργυρό Σικελικό νόμισμα, Λατ. libra· ως μονάδα βάρους, 12 ουγγιές, μία λίβρα, σε Ανθ.· μεταφ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, έχοντας ζήσει 72 χρόνια (επειδή στα μεταγεν. χρόνια η λίβρα χρυσού κοβόταν σε 72 κομμάτια), στον ίδ.