άμπελος: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἄμπελος]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Αμπελιδιδών <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλήμα]] που παράγει σταφύλια, το [[αμπελόκλημα]]<br /><b>2.</b> [[συστάδα]] από κλήματα, [[αμπέλι]], [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> γλυπτό ή ζωγραφικό [[κόσμημα]] στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> (στην εκκλησιαστική [[γλώσσα]]) το [[σύνολο]] τών χριστιανών<br /><b>αρχ.</b><br />επικρατεί η πρώτη [[σημασία]], μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη<br />φρ. «ἀμπέλου [[δρόσος]]» το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἄμπελος]])<br />[[ονομασία]] [[φυτών]] της οικογένειας τών Αμπελιδιδών <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[κλήμα]] που παράγει σταφύλια, το [[αμπελόκλημα]]<br /><b>2.</b> [[συστάδα]] από κλήματα, [[αμπέλι]], [[αμπελώνας]]<br /><b>3.</b> γλυπτό ή ζωγραφικό [[κόσμημα]] στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> (στην εκκλησιαστική [[γλώσσα]]) το [[σύνολο]] τών χριστιανών<br /><b>αρχ.</b><br />επικρατεί η πρώτη [[σημασία]], μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη<br />φρ. «ἀμπέλου [[δρόσος]]» το [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργός]], [[αμπελών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελικός]], [[ἀμπέλινος]], [[ἀμπέλιον]], [[ἀμπελίς]], <i>ἀμπελίτικος</i>, [[ἀμπελῖτις]], [[ἀμπελόεις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελιανός</i>, [[αμπελίτης]], <i>αμπελοειδή</i>, <i>αμπέλοψις</i>, [[αμπελώνας]]<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Ως α' συνθ. <i>αμπελοφύλαξ</i>, [[αμπελόφυλλο]](<i>ν</i>), [[αμπελόφυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελάνθη]], [[ἀμπελογενής]], [[ἀμπελομιξία]], [[ἀμπελοτόμος]], [[ἀμπελοτρόφος]], [[ἀμπελοφάγος]], [[ἀμπελοφόρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀμπελεργάτης]], [[ἀμπελοκομία]], [[ἀμπελοκλαδής]], <i>ἀμπελότοπος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αμπελόβιος]], [[αμπελογνωσία]], [[αμπελογνώστης]], [[αμπελογραφία]], <i>αμπελοδάφνη</i>, <i>αμπελοθεραπεία</i>, [[αμπελοκαλλιέργεια]], <i>αμπελόκισσος</i>, [[αμπελοκτηματίας]], [[αμπελοκτήμονας]], [[αμπελόμορφος]], [[αμπελοποιία]], <i>αμπελοσίκυος</i>, <i>αμπελοφθόρος</i>, [[αμπελοφυτεία]]. Ως β' συνθ. [[ευάμπελος]], [[κατάμπελος]], [[μισάμπελος]], [[ολιγάμπελος]], [[ορθάμπελος]], [[πολυάμπελος]], [[υπάμπελος]], [[φιλάμπελος]], [[χερσάμπελος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἄμπελος)
ονομασία φυτών της οικογένειας τών Αμπελιδιδών νεοελλ.
1. το κλήμα που παράγει σταφύλια, το αμπελόκλημα
2. συστάδα από κλήματα, αμπέλι, αμπελώνας
3. γλυπτό ή ζωγραφικό κόσμημα στον ναό, που εικονίζει σταφυλοφόρο κλήμα
4. (στην εκκλησιαστική γλώσσα) το σύνολο τών χριστιανών
αρχ.
επικρατεί η πρώτη σημασία, μεταγενέστερα προστέθηκε η δεύτερη
φρ. «ἀμπέλου δρόσος» το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. για σημασιολογικούς λόγους ανήκει πιθ. σε μεσογειακό προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα.
ΠΑΡ. αμπελουργός, αμπελών
αρχ.
ἀμπελικός, ἀμπέλινος, ἀμπέλιον, ἀμπελίς, ἀμπελίτικος, ἀμπελῖτις, ἀμπελόεις
νεοελλ.
αμπελιανός, αμπελίτης, αμπελοειδή, αμπέλοψις, αμπελώνας
ΣΥΝΘ. Ως α' συνθ. αμπελοφύλαξ, αμπελόφυλλο(ν), αμπελόφυτος
αρχ.
ἀμπελάνθη, ἀμπελογενής, ἀμπελομιξία, ἀμπελοτόμος, ἀμπελοτρόφος, ἀμπελοφάγος, ἀμπελοφόρος
μσν.
ἀμπελεργάτης, ἀμπελοκομία, ἀμπελοκλαδής, ἀμπελότοπος
νεοελλ.
αμπελόβιος, αμπελογνωσία, αμπελογνώστης, αμπελογραφία, αμπελοδάφνη, αμπελοθεραπεία, αμπελοκαλλιέργεια, αμπελόκισσος, αμπελοκτηματίας, αμπελοκτήμονας, αμπελόμορφος, αμπελοποιία, αμπελοσίκυος, αμπελοφθόρος, αμπελοφυτεία. Ως β' συνθ. ευάμπελος, κατάμπελος, μισάμπελος, ολιγάμπελος, ορθάμπελος, πολυάμπελος, υπάμπελος, φιλάμπελος, χερσάμπελος].