ἀμπελομιξία

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελομιξία Medium diacritics: ἀμπελομιξία Low diacritics: αμπελομιξία Capitals: ΑΜΠΕΛΟΜΙΞΙΑ
Transliteration A: ampelomixía Transliteration B: ampelomixia Transliteration C: ampelomiksia Beta Code: a)mpelomici/a

English (LSJ)

ἡ, intercourse with vines, Luc.VH1.9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ unión sexual con vides Luc.VH 1.9.

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Begattung mit Weinstöcken, Luc. V. H. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mélange de plants de vigne à d'autres cultures.
Étymologie: ἄμπελος, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελομιξία:сплетение или скрещение с виноградными лозами Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελομιξία: ἡ, μῖξις μετ’ ἀμπέλου ἢ μεταμόρφωσις εἰς ἄμπελον, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. Α. 9.

Greek Monolingual

ἀμπελομιξία, η (Α)
ανάμιξη κλημάτων, ενοφθαλμισμός, κέντρωμα τών κλημάτων του αμπελιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -μιξία < μίξις < μείγνυμι].