γλουτός: Difference between revisions
ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[γλουτός]])<br />μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο [[κάτω]] [[άκρο]] της ράχης, [[επάνω]] στις οποίες καθόμαστε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οι</i><br />τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οἱ</i> και ουδ. <i>γλουτά</i>, <i>τά</i><br />αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή [[άκρα]] άλλων οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ελλ. [[γλουτός]] όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (<b>[[πρβλ]].</b> σλοβεν. <i>gluta</i>, <i>gluta</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>glout</i>-] «όγκος, [[οίδημα]]», αγγλοσαξ. <i>cl</i><i>ū</i><i>d</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>gl</i><i>ū</i><i>t</i>-] «όγκος από [[πέτρα]], [[βράχος]]» <b>κ.ά.</b>) δήλωναν αρχικά την [[έννοια]] του «[[στρογγυλός]]». Ίσως υπάρχει [[σχέση]] και με αρχ. ινδ. <i>glau</i>- «[[σωρός]], [[βώλος]]», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί [[υστερογενής]] [[προέλευση]] του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρώς]], -<i>τός</i>). Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> και το συνών. [[πρωκτός]]. | |mltxt=ο (AM [[γλουτός]])<br />μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο [[κάτω]] [[άκρο]] της ράχης, [[επάνω]] στις οποίες καθόμαστε<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οι</i><br />τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου [[πάνω]] από την ίσαλο [[γραμμή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πληθ.</b> <i>γλουτοί</i>, <i>οἱ</i> και ουδ. <i>γλουτά</i>, <i>τά</i><br />αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή [[άκρα]] άλλων οστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τόσο το ελλ. [[γλουτός]] όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (<b>[[πρβλ]].</b> σλοβεν. <i>gluta</i>, <i>gluta</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>glout</i>-] «όγκος, [[οίδημα]]», αγγλοσαξ. <i>cl</i><i>ū</i><i>d</i> [πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>gl</i><i>ū</i><i>t</i>-] «όγκος από [[πέτρα]], [[βράχος]]» <b>κ.ά.</b>) δήλωναν αρχικά την [[έννοια]] του «[[στρογγυλός]]». Ίσως υπάρχει [[σχέση]] και με αρχ. ινδ. <i>glau</i>- «[[σωρός]], [[βώλος]]», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί [[υστερογενής]] [[προέλευση]] του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρώς]], -<i>τός</i>). Για τον σχηματισμό <b>[[πρβλ]].</b> και το συνών. [[πρωκτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γλουτός:''' ὁ, οπίσθια, «καπούλια», [[πρωκτός]], σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. [[nates]], στον ίδ., σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A buttock, γ. δεξιός Il.5.66, cf. Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23: pl., Il.8.340, Hdt.4.9: dual, τὼ γλουτώ X.Eq.7.2: heterocl. pl., γλουτά, τά, Sch.Theoc.6.30. II = σφαίρωμα τῆς κοτύλης, Hsch. (Cf. Skt. glaús 'round lump', Engl. clot.)
Greek (Liddell-Scott)
γλουτός: ὁ, (ἴδε κλόνις) ὁ πρωκτός, Ἰλ. Ε. 66, Ἱππ. Ἀγμ. 761, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 13, 2., 14. 1·- πληθ., τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθεζόμεθα, Λατ. nates, Ἰλ. Θ. 340, Ἡρόδ. 4. 9·-παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον πυγή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le derrière ; οἱ γλουτοί les fesses.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. pour désigner cette partie du corps ; métaph. pop. suggérant la rondeur.
English (Autenrieth)
rump, buttock, Il. 5.66, Il. 8.340. (Il.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 glúteo, nalga, Il.5.66, Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23, Vett.Val.393.8, Q.S.6.401
•frec. en plu. Hdt.4.9, Luc.Am.14, I.AI 15.374, D.C.43.23.2, 62.2.4, Nonn.Par.Eu.Io.21.40
•de anim. grupa op. ἰσχία Il.8.340, cf. Triph.81, Vett.Val.105.17, Thdt.H.Rel.18.1
•en dual X.Eq.7.2.
2 anat. trocánter mayor apófisis externa del fémur, Gal.2.773, cf. Hsch.
• Etimología: De la r. *gelHu̯1- en grado ø/P como aaa. kliuwa ‘bola’, que c. otros grados vocálicos da ai. glau- ‘bola’, gr. γίγγλυμος, etc.
Greek Monolingual
ο (AM γλουτός)
μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο της ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε
νεοελλ.
ναυτ. γλουτοί, οι
τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά
αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή άκρα άλλων οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ελλ. γλουτός όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (πρβλ. σλοβεν. gluta, gluta [πιθ. < glout-] «όγκος, οίδημα», αγγλοσαξ. clūd [πιθ. < glūt-] «όγκος από πέτρα, βράχος» κ.ά.) δήλωναν αρχικά την έννοια του «στρογγυλός». Ίσως υπάρχει σχέση και με αρχ. ινδ. glau- «σωρός, βώλος», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί υστερογενής προέλευση του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (πρβλ. χρώς, -τός). Για τον σχηματισμό πρβλ. και το συνών. πρωκτός.
Greek Monotonic
γλουτός: ὁ, οπίσθια, «καπούλια», πρωκτός, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. nates, στον ίδ., σε Ηρόδ.