ἑρκεῖος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεὺς]] Ἑρκεῑος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῑος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῑοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῑος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) [[έρκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[έρκος]], στο [[προαύλιο]] («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στην [[οικία]] (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, <b>Σοφ.</b><br />β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως [[προσωνυμία]] του [[Διός]]) «[[Ζεὺς]] Ἑρκεῑος» — ο [[Ζευς]], ο [[προστάτης]] της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) <i>ὁ Ἑρκεῑος</i><br />ο [[Ζεύς]]<br />β) <b>στον πληθ.</b><br /><i>οἱ Ἑρκεῑοι</i><br />οι εφέστιοι θεοί<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἑρκεῑος [[βωμός]]» — ο [[βωμός]] του Ερκείου [[Διός]] <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑρκεῖος:''' -ον ή -α, -ον,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που βρίσκεται μέσα στο [[ἕρκος]] ή στο [[προαύλιο]], στον περίβολο, [[Ζεὺς]] Ἑρκεῖος, ο [[προστάτης]] του σπιτιού, του οίκου, [[επειδή]] το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο <i>ἕρκον</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>πύλαι</i>, [[θύρα]] ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος [[στέγη]], η [[ίδια]] η [[αυλή]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκεῖος Medium diacritics: ἑρκεῖος Low diacritics: ερκείος Capitals: ΕΡΚΕΙΟΣ
Transliteration A: herkeîos Transliteration B: herkeios Transliteration C: erkeios Beta Code: e(rkei=os

English (LSJ)

(freq. written ἕρκειος in codd.), ον, also α, ον A.Ch.653:—

   A of or in the ἕρκος or front court, Ζεὺς Ἑ., as the household god, Od.22.335, Hdt.6.68, S.Ant.487, E.Tr.17, Cratin.Jun.9, Pl.Euthd.302d, Arist.Mu.401a20 : abs., Ἑρκεῖος, ὁ, Paus.4.17.4 ; also βωμὸς ἑ. Pi. Pae.6.114.    2 Ἑρκεῖοι, οἱ, = Lat. Penates, D.H.1.67.    3 πύλαι, θύρα ἑ., the gates, door of the court, A.Ch.561, 571, 653 ; πρὸς κίον' ἑρκείου στέγης S.Aj.108 ; ἐφ' ἑρκείῳ πυρᾷ E.Tr.483.

German (Pape)

[Seite 1031] ον, att. ἕρκειος, auch 3 Endgn, Aesch. Ch. 642, zur Umzäunung, zum Gehöft u. überhaupt zum Hause gehörig, πύλαι ἕρκειοι 554, θύρας ἄκουσον ἑρκείας κτύπον 642; δεθεὶς πρὸς κίον' ἑρ κείου στέγης, v. l. ἑρκίου, Soph. Ai. 108. Bes. Beiwort des Zeus, der als Schutzgott des Hauses einen Altar im Vorhofe, ἕρκος, hat, Od. 22, 335; Soph. Ant. 483; Eur. Tr. 17; Her. 6, 68; Plat. Euthyd. 302 d. Daher die penates ἑρκεῖοι heißen, D Hal. 1, 67.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκεῖος: (οὐχὶ ἕρκειος ἢ ἕρκιος), ον, ὡσαύτως α, ον, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 653: - ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ἕρκος, εἰς τὸ προαύλιον, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ὁ τῆς οἰκογενείας, ἐπειδὴ ὁ βωμὸς ἢ τὸ ἄγαλμα αὐτοῦ ἵστατο ἐν τῷ ἕρκει, τῷ προαυλίῳ, Ὀδ. Χ. 335, Ἡρόδ. 6. 68, Σοφ. Ἀντιγ. 487, Εὐρ. Τρῳ. 17, Κρατῖνος ὁ νεώτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 5, πρβλ. Heind ἐν Πλάτ. Εὐθυδ. 302D· ἀπολ., ἐπὶ τῇ ἐσχάρᾳ τοῦ Ἑρκείου Παυσ. 4. 17, 4· (ὁ Ὀβίδιος τηρεῖ τὴν Ἑλλ. λεξ. Jupiter Hercëus· ἀλλαχοῦ ἐν τῇ Λατ. λέγεται Penetralis· καὶ οἱ Ἕλληνες ἑρμηνεύουσι τὸ Ρωμαϊκὸν Penates διὰ τοῦ Ἑρκεῖοι, Διον. Ἁλ. 1. 67). 2) ἑρκείους πύλας, βαλὸν ἐρκείων πυλῶν, θύρας ἑρκείας κτύπον, περὶ τῶν θυρῶν τῆς αὐλῆς, Αἰσχύλ. Χο. 561, 571, 653· πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης, αὐτῆς τῆς στέγης, τῆς ὑπὸ στέγην αὐλῆς, τῆς οἰκίας, Σοφ. Αἴ. 108, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb· ἐφ’ ἑρκείῳ πυρᾷ Εὐρ. Τρῳ. 483. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἑρκείου Διός· τοῦ ἀσφαλίου, ἢ τοῦ κατὰ τὴν οἰκίαν, ἔστι δὲ ἕρκειος Ζεὺς παρ’ Ἀθηναίοις». - Ἴδε παρατηρήσεις Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 153 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
att. ἕρκειος;
qui concerne l’enceinte d’une clôture : ἕρκειαι πύλαι, ἑρκεία θύρα ESCHL porte de la cour ; ἑρκεία στέγη SOPH toit d’une tente ; particul. Ζεὺς ἕρκειος OD, Ζὴν ἕρκειος SOPH Zeus, protecteur de la maison et dont l’autel était placé dans la cour.
Étymologie: ἕρκος.

English (Autenrieth)

(ἕρκος): of the enclosure, of the court (αὐλή), epith. of Zeus as household god, having his altar in the court, Od. 22.355†. (See plate III., at end of volume.)

English (Slater)

ἑρκεῑος
   1 of Zeus Herkeios, of the household πρὸς ἑρκεῖον βωμόν (Pae. 6.114)

Greek Monolingual

ἑρκεῑος, -ον και ἑρκεῑος, -α -ον (Α) έρκος
1. αυτός που ανήκει στο έρκος, στο προαύλιο («ἑρκεῑαι πύλαι, θύραι» — οι πύλες, οι θύρες της αυλής, Αισχύλ.)
2. αυτός που ανήκει στην οικία (α. «πρὸς κίον’ ἑρκείου στέγης» — στον στύλο της στέγης του σπιτιού, Σοφ.
β. «ἐφ ἑρκείῳ πυρᾷ», Ευρ.)
3. (ως προσωνυμία του Διός) «Ζεὺς Ἑρκεῑος» — ο Ζευς, ο προστάτης της οικογενειακής ειρήνης και ευτυχίας
4. το αρσ. ως ουσ. α) ὁ Ἑρκεῑος
ο Ζεύς
β) στον πληθ.
οἱ Ἑρκεῑοι
οι εφέστιοι θεοί
5. φρ. «ἑρκεῑος βωμός» — ο βωμός του Ερκείου Διός Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἑρκεῖος: -ον ή -α, -ον,
1. αυτός που βρίσκεται μέσα στο ἕρκος ή στο προαύλιο, στον περίβολο, Ζεὺς Ἑρκεῖος, ο προστάτης του σπιτιού, του οίκου, επειδή το άγαλμά του στεκόταν μέσα στο ἕρκον, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. πύλαι, θύρα ἕρκ., πόρτα, θύρες της αυλής, σε Αισχύλ.· ἑρκείος στέγη, η ίδια η αυλή, σε Σοφ.