εὔθετος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
(15)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> σωστά τοποθετημένος, στη σωστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατάλληλος]], αυτός που παρέχει [[ευκαιρία]] για [[κάτι]]<br />(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)<br /><b>2.</b> προσαρμοσμένος καλά, [[έτοιμος]] να χρησιμοποιηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[βολικός]] ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[άξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]] («ἐργάτας εὐθέτους»)<br /><b>3.</b> [[ευπρόσδεκτος]] «[[εὔθετος]] εἰς τὴν βασιλείαν τοῡ θεοῡ», ΚΔ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὔθετόν ἐστι» — [[είναι]] βολικό, επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐθέτως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], ευάρμοστα («[[πρός]] γαληνότατον όρμον [[ευθέτως]] κατήντησας»)<br /><b>3.</b> με [[ευχέρεια]], [[γρήγορα]] («εὐθέτως τε τοῡτο ποιοῡμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- και θ. <i>θη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθετος]], -ον)<br /><b>1.</b> σωστά τοποθετημένος, στη σωστή [[θέση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κατάλληλος]], αυτός που παρέχει [[ευκαιρία]] για [[κάτι]]<br />(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)<br /><b>2.</b> προσαρμοσμένος καλά, [[έτοιμος]] να χρησιμοποιηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εύκολος]], [[βολικός]] ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί [[κάπου]]<br /><b>2.</b> [[άξιος]], [[ικανός]] για [[κάτι]] («ἐργάτας εὐθέτους»)<br /><b>3.</b> [[ευπρόσδεκτος]] «[[εὔθετος]] εἰς τὴν βασιλείαν τοῡ θεοῡ», ΚΔ<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εὔθετόν ἐστι» — [[είναι]] βολικό, επίκαιρο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐθέτως</i> (ΑΜ)<br /><b>1.</b> σε καλή [[κατάσταση]]<br /><b>2.</b> [[κατάλληλα]], ευάρμοστα («[[πρός]] γαληνότατον όρμον [[ευθέτως]] κατήντησας»)<br /><b>3.</b> με [[ευχέρεια]], [[γρήγορα]] («εὐθέτως τε τοῡτο ποιοῡμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίθημι]]), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>θε</i>- και θ. <i>θη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ε</i>-<i>θέ</i>-<i>μην</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔθετος:''' -ον, τοποθετημένος [[καλά]] ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. [[σάκος]], αυτός που εφαρμόζει [[καλά]], [[έτοιμος]] προς [[χρήση]], Λατ. [[habilis]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθετος Medium diacritics: εὔθετος Low diacritics: εύθετος Capitals: ΕΥΘΕΤΟΣ
Transliteration A: eúthetos Transliteration B: euthetos Transliteration C: eythetos Beta Code: eu)/qetos

English (LSJ)

ον, (τίθημι)

   A well-arranged, conveniently placed, ὀστέα Hp. Off.15: Comp. -ώτερος Id.Fract.4; ἐν εὐ. τόπῳ in a suitable place, Ἀρχ.Δελτ.7.200 (Ephesus). b. of the ashes of a corpse, easily stowed, A. Ag.444 (lyr.); so of the corpse, laid out for burial (cf. εὐθετέω), Supp.Epigr.1.449 (Phrygia, iii A. D.); εὔ. σάκος, ἀρβύλαι, well-fitting, ready for use, A.Th.642 (Sch., εὔκυκλον cod. Med.), Fr.259; εὔ. εἴς τι D.S.2.57; πρός τι Id.5.37; εὔθετόν ἐστι c. inf., it is convenient... Id.21.21; καιρὸς εὔ. LXX Ps.31(32).6, D.S.5.57.    2 of persons, well-adapted, εἰς τοὺς τραγῳδοὺς εὔ., οὐκ εἰς τὸν βίον Philem. 105.5; εἰς, πρὸς φιλίαν, Phld.Ir.p.46 W., Lib.p.45 O.; εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ Ev.Luc.9.62; πράγματι for a business, Nicol. ap. Stob.3.1.40; πρός τι Plb.25.3.6, etc.; quick, able, κατὰ τὰς ἐντεύξεις τοῖς ὄχλοις εὔ. D.S.33.22: abs., εὔθετοι fit and proper persons, PTeb.27.44 (ii B.C.), etc. Adv. -τως, ἔχειν Hp. Fract.23; πρός τι D.S.33.4.

German (Pape)

[Seite 1068] gut gesetzt, gelegt, gut geordnet, Hippocr.; gut zusammengesetzt, gut gearbeitet, σάκος Aesch. Spt. 624; λέβητες Ag. 432; εἴς τι, zu Etwas geschickt, D. Sic. 2, 57; Ath. I, 25 a u. a. Sp., auch τῷ πράγματι, Nicol. Stob. fl. 14, 7 (V. 40); πρός τι, Pol. 26, 5, 6. – Adv., εὐθέτως ἔχειν πρός τι, geeignet sein zu Etwas, D. Sic. exc. 593, 5.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθετος: -ον, (τίθημι) καλῶς τεθειμένος, τεθειμένος οὕτως ὥστε νὰ εἶναι πρόχειρος, Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· εὐκόλως τοποθετούμενος, λέβητας εὐθέτους (οὕτως ὁ Aurat. ἀντὶ -του) Αἰσχύλ. Ἀγ. 444· εὔθ. σάκος, ἀρβύλαι εὐάρμοστα, εὔκολα καὶ ἕτοιμα πρὸς χρῆσιν, Λατ. habilis, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 642, Ἀποσπ. 255· εὔθ. εἴς τι Διόδ. 2. 57· πρός τι ὁ αὐτ. 5. 37· εὔθετόν ἑστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι κατάλληλον, «βολικὸν» νὰ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 494. 36. 2) ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος, τινὶ Νικ. παρὰ Στοβ. 149. 4· πρός τι Πολύβ. 26. 5, 6, κτλ.· ταχύς, ἄξιος, ἱκανός, κατά τι, ἔν τινι, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 34: - Ἐπίρρ., εὐθέτως ἔχειν Ἱππ. π. Ἀγμ. 766· πρός τι Διοδ. Ἐκλογ. 593. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien disposé, bien arrangé ; qui s’adapte bien, convenable.
Étymologie: εὖ, τίθημι.

English (Strong)

from εὖ and a derivative of τίθημι; well placed, i.e. (figuratively) appropriate: fit, meet.

English (Thayer)

εὔθετον (from εὖ and θετός), Greek writings from Aeschylus and Hippocrates down; properly, well-placed;
a. fit: εἰς τί, R G; Diodorus 2,57, et al.); with the dative of the thing for which: L T Tr WH (τῷ πράγματι, Nicolaus Damascenus, Stobaeus, fl. 14,7 (149,4)).
b. useful: τίνι, seasonable, Susanna , 15).

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθετος, -ον)
1. σωστά τοποθετημένος, στη σωστή θέση
2. (για χρόνο) κατάλληλος, αυτός που παρέχει ευκαιρία για κάτι
(α. «ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ» β. «εἰς εὔθετον καιρόν»)
μσν.-αρχ.
1. κατάλληλος («πηγὰς ὑδάτων εἰς λουτρὰ εὐθέτους»)
2. προσαρμοσμένος καλά, έτοιμος να χρησιμοποιηθεί
αρχ.
1. εύκολος, βολικός ή τακτοποιημένος ώστε να τοποθετηθεί κάπου
2. άξιος, ικανός για κάτι («ἐργάτας εὐθέτους»)
3. ευπρόσδεκτος «εὔθετος εἰς τὴν βασιλείαν τοῡ θεοῡ», ΚΔ
4. φρ. «εὔθετόν ἐστι» — είναι βολικό, επίκαιρο να...
επίρρ...
εὐθέτως (ΑΜ)
1. σε καλή κατάσταση
2. κατάλληλα, ευάρμοστα («πρός γαληνότατον όρμον ευθέτως κατήντησας»)
3. με ευχέρεια, γρήγορα («εὐθέτως τε τοῡτο ποιοῡμεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θετός (< τίθημι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θε- και θ. θη- (πρβλ. αόρ. ε-θέ-μην)].

Greek Monotonic

εὔθετος: -ον, τοποθετημένος καλά ή αυτός που εύκολα στοιβάζεται, σε Αισχύλ.· εὔθ. σάκος, αυτός που εφαρμόζει καλά, έτοιμος προς χρήση, Λατ. habilis, στον ίδ.