θυμώνω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(17)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ θυμῶ, -όω, Μ και [[θυμώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον να εξοργιστεί, τον [[εκνευρίζω]], [[επισύρω]] την [[οργή]] του, τον [[φουρκίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (ενεργ. και μέσ.-παθ.) [[θυμώνω]], <i>θυμώνομαι</i> (νεοελλ.-μσν.), <i>θυμῶ</i>, <i>θυμοῡμαι</i> (μσν.-αρχ.)<br />εξοργίζομαι, καταλαμβάνομαι από θυμό, εξάπτομαι, [[αγανακτώ]] («[[τότε]] Ἡρώδης... ἐθυμώθη [[λίαν]]», <b>Κ.Δ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. προσ. αντων. μού, σού, του, της, μάς, σάς, τους) [[διακόπτω]] τις σχέσεις μου με κάποιον, [[κακιώνω]], ψυχραίνομαι [[μαζί]] του («του θύμωσα»)<br /><b>2.</b> (για καιρική [[κατάσταση]], στοιχεία της φύσεως <b>κ.λπ.</b>) [[αγριεύω]], [[γίνομαι]] [[θυελλώδης]] («θύμωσε ο Βοριάς», «αρχίζει και θυμώνει η [[θάλασσα]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(για πληγές, δερματικά νοσήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει, κακοφορμισμένος («το [[σπυρί]] [[σήμερα]] [[είναι]] πολύ θυμωμένο»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρκμ. ως επίρρ.) <i>θυμωμένα</i><br />με θυμό, με [[οργή]], οργισμένα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ζώα) [[αγριεύω]], [[τσινάω]], δεν [[υπακούω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>θυμώνομαι</i><br />οργίζομαι, [[επαναστατώ]], εξεγείρομαι, χολώνομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αγριεμένος, οργισμένος<br />β) [[άγριος]], [[ανήμερος]]<br />γ) ψυχωμένος, [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[είμαι]] [[άγριος]], [[ατίθασος]], [[δυσήνιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμούμενον</i><br />[[θυμός]], [[οργή]], [[οργίλος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «θυμοῡμαὶ τινι» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου ή για [[κάτι]]<br />β. «θυμοῡμαι εἴς τι» — [[εκδηλώνω]] την εσωτερική [[μανία]] μου με [[κάτι]] («ταῡροι δ' ὑβρισταί [[κεἰς]] [[κέρας]] θυμούμενοι» — ταύροι ατίθασοι που εκδηλώνουν την [[οργή]] τους με τα κέρατα, που κερατώνουν οργισμένοι, <b>Ευρ.</b>)<br />γ. «θυμοῡμαί τινὶ τινος» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου για [[κάτι]]<br />δ. «[[θυμούμαι]] [[περί]] τινος» ή «θυμοῡμαι [[πρός]] τινα» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θυμώνω]] προέκυψε από μεταπλασμό του [[θυμώ]] (I) (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δηλώ]] &GT; [[δηλώνω]], <i>δουλώ</i> &GT; [[δουλώνω]]].
|mltxt=(ΑΜ θυμῶ, -όω, Μ και [[θυμώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προκαλώ]] την [[οργή]] κάποιου, [[κάνω]] κάποιον να εξοργιστεί, τον [[εκνευρίζω]], [[επισύρω]] την [[οργή]] του, τον [[φουρκίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> (ενεργ. και μέσ.-παθ.) [[θυμώνω]], <i>θυμώνομαι</i> (νεοελλ.-μσν.), <i>θυμῶ</i>, <i>θυμοῡμαι</i> (μσν.-αρχ.)<br />εξοργίζομαι, καταλαμβάνομαι από θυμό, εξάπτομαι, [[αγανακτώ]] («[[τότε]] Ἡρώδης... ἐθυμώθη [[λίαν]]», <b>Κ.Δ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν. προσ. αντων. μού, σού, του, της, μάς, σάς, τους) [[διακόπτω]] τις σχέσεις μου με κάποιον, [[κακιώνω]], ψυχραίνομαι [[μαζί]] του («του θύμωσα»)<br /><b>2.</b> (για καιρική [[κατάσταση]], στοιχεία της φύσεως <b>κ.λπ.</b>) [[αγριεύω]], [[γίνομαι]] [[θυελλώδης]] («θύμωσε ο Βοριάς», «αρχίζει και θυμώνει η [[θάλασσα]]»)<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />(για πληγές, δερματικά νοσήματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει, κακοφορμισμένος («το [[σπυρί]] [[σήμερα]] [[είναι]] πολύ θυμωμένο»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρκμ. ως επίρρ.) <i>θυμωμένα</i><br />με θυμό, με [[οργή]], οργισμένα<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για ζώα) [[αγριεύω]], [[τσινάω]], δεν [[υπακούω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>θυμώνομαι</i><br />οργίζομαι, [[επαναστατώ]], εξεγείρομαι, χολώνομαι, [[αγανακτώ]]<br /><b>3.</b> (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) <i>θυμωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αγριεμένος, οργισμένος<br />β) [[άγριος]], [[ανήμερος]]<br />γ) ψυχωμένος, [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα) [[είμαι]] [[άγριος]], [[ατίθασος]], [[δυσήνιος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ θυμούμενον</i><br />[[θυμός]], [[οργή]], [[οργίλος]] [[χαρακτήρας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α. «θυμοῡμαὶ τινι» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου ή για [[κάτι]]<br />β. «θυμοῡμαι εἴς τι» — [[εκδηλώνω]] την εσωτερική [[μανία]] μου με [[κάτι]] («ταῡροι δ' ὑβρισταί [[κεἰς]] [[κέρας]] θυμούμενοι» — ταύροι ατίθασοι που εκδηλώνουν την [[οργή]] τους με τα κέρατα, που κερατώνουν οργισμένοι, <b>Ευρ.</b>)<br />γ. «θυμοῡμαί τινὶ τινος» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου για [[κάτι]]<br />δ. «[[θυμούμαι]] [[περί]] τινος» ή «θυμοῡμαι [[πρός]] τινα» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[θυμώνω]] προέκυψε από μεταπλασμό του [[θυμώ]] (I) (<span style="color: red;"><</span> [[θυμός]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δηλώ]] > [[δηλώνω]], <i>δουλώ</i> > [[δουλώνω]]].
}}
}}

Revision as of 15:20, 15 January 2019

Greek Monolingual

(ΑΜ θυμῶ, -όω, Μ και θυμώνω)
1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω
2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ.-παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ.-μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν.-αρχ.)
εξοργίζομαι, καταλαμβάνομαι από θυμό, εξάπτομαι, αγανακτώτότε Ἡρώδης... ἐθυμώθη λίαν», Κ.Δ.)
νεοελλ.
1. (με γεν. προσ. αντων. μού, σού, του, της, μάς, σάς, τους) διακόπτω τις σχέσεις μου με κάποιον, κακιώνω, ψυχραίνομαι μαζί του («του θύμωσα»)
2. (για καιρική κατάσταση, στοιχεία της φύσεως κ.λπ.) αγριεύω, γίνομαι θυελλώδης («θύμωσε ο Βοριάς», «αρχίζει και θυμώνει η θάλασσα»)
3. (η μτχ. παθ. παρκμ.) θυμωμένος, -η, -ο
(για πληγές, δερματικά νοσήματα κ.λπ.) αυτός που έχει επιδεινωθεί, που έχει χειροτερέψει, κακοφορμισμένος («το σπυρί σήμερα είναι πολύ θυμωμένο»)
4. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. παρκμ. ως επίρρ.) θυμωμένα
με θυμό, με οργή, οργισμένα
νεοελλ.-μσν.
1. (αμτβ.) (για ζώα) αγριεύω, τσινάω, δεν υπακούω σε κάποιον
2. μέσ. θυμώνομαι
οργίζομαι, επαναστατώ, εξεγείρομαι, χολώνομαι, αγανακτώ
3. (η μτχ. παθ. παρκμ. ως επίθ.) θυμωμένος, -η, -ο
α) αγριεμένος, οργισμένος
β) άγριος, ανήμερος
γ) ψυχωμένος, θαρραλέος
αρχ.
1. (για ζώα) είμαι άγριος, ατίθασος, δυσήνιος
2. (το ουδ. της μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ θυμούμενον
θυμός, οργή, οργίλος χαρακτήρας
3. φρ. α. «θυμοῡμαὶ τινι» — οργίζομαι εναντίον κάποιου ή για κάτι
β. «θυμοῡμαι εἴς τι» — εκδηλώνω την εσωτερική μανία μου με κάτι («ταῡροι δ' ὑβρισταί κεἰς κέρας θυμούμενοι» — ταύροι ατίθασοι που εκδηλώνουν την οργή τους με τα κέρατα, που κερατώνουν οργισμένοι, Ευρ.)
γ. «θυμοῡμαί τινὶ τινος» — οργίζομαι εναντίον κάποιου για κάτι
δ. «θυμούμαι περί τινος» ή «θυμοῡμαι πρός τινα» — οργίζομαι εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θυμώνω προέκυψε από μεταπλασμό του θυμώ (I) (< θυμός), πρβλ. δηλώ > δηλώνω, δουλώ > δουλώνω].