μείζων: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(24)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM [[μείζων]], -ον και [[μειζότερος]], Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. [[μέζων]], δωρ. τ. [[μέσδων]], βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)<br /><b>1.</b> ο μεγαλύτερων διαστάσεων, [[περισσότερος]] από το συνηθισμένο ή από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> μεγαλύτερος στην [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] μείζονα λόγον» — [[κατά]] μεγαλύτερη [[αιτιολογία]] ή [[υποχρέωση]], για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους<br />β) <b>(λογ.)</b> «[[μείζων]] [[πρόταση]]» — η ηγουμένη [[πρόταση]] συλλογισμού<br />γ) <b>ανατ.</b> i) «[[μείζων]] επίπλουν» — [[πτυχή]] του περιτοναίου η οποία φέρεται από το [[στομάχι]] [[μέχρι]] την ηβική [[σύμφυση]], καλύπτοντας από [[εμπρός]] τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]]<br />ii) «[[μείζων]] [[τροχαντήρας]]» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, [[κοντά]] στον αυχένα του μηριαίου<br />δ) <b>μουσ.</b> i) «[[μείζων]] [[τόνος]]» ή «[[μείζων]] [[τρόπος]]» ή «[[μείζων]] [[συγχορδία]]» ή «μείζον [[διάστημα]]» — [[ένας]] από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br />ii) <b>μουσ.</b> «[[μείζων]] [[κλίμακα]]» — [[συνεχής]] [[διαδοχή]] [[μέσα]] στο [[διάστημα]] τών [[επτά]] φθόγγων της κλίμακας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό [[στρώμα]], [[ανώτερος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ισχυρότερος<br /><b>2.</b> σπουδαιότερος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μείζων]]<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῑζον</i><br />περισσότερο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[οὔτε]] μεῑζον [[οὔτε]] ἔλαττον» — απολύτως [[τίποτε]], [[καθόλου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ιων. τ. [[μέζων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μέγ</i>-<i>jων</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεγ</i>- του [[μέγας]]. Ο αττ. τ. [[μείζων]] εμφανίζει -<i>ει</i>- αναλογικά [[προς]] τα συγκρ. [[ἀμείνων]], [[κρείττων]]. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>mezo</i> και πληθ. ουδ. <i>mezoa</i> και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο <i>mezavo</i>].
|mltxt=-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM [[μείζων]], -ον και [[μειζότερος]], Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. [[μέζων]], δωρ. τ. [[μέσδων]], βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)<br /><b>1.</b> ο μεγαλύτερων διαστάσεων, [[περισσότερος]] από το συνηθισμένο ή από όσο [[πρέπει]]<br /><b>2.</b> μεγαλύτερος στην [[ηλικία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[κατά]] μείζονα λόγον» — [[κατά]] μεγαλύτερη [[αιτιολογία]] ή [[υποχρέωση]], για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους<br />β) <b>(λογ.)</b> «[[μείζων]] [[πρόταση]]» — η ηγουμένη [[πρόταση]] συλλογισμού<br />γ) <b>ανατ.</b> i) «[[μείζων]] επίπλουν» — [[πτυχή]] του περιτοναίου η οποία φέρεται από το [[στομάχι]] [[μέχρι]] την ηβική [[σύμφυση]], καλύπτοντας από [[εμπρός]] τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ [[τετράπλευρο]] [[πέταλο]]<br />ii) «[[μείζων]] [[τροχαντήρας]]» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, [[κοντά]] στον αυχένα του μηριαίου<br />δ) <b>μουσ.</b> i) «[[μείζων]] [[τόνος]]» ή «[[μείζων]] [[τρόπος]]» ή «[[μείζων]] [[συγχορδία]]» ή «μείζον [[διάστημα]]» — [[ένας]] από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια [[μουσική]] [[σύνθεση]]<br />ii) <b>μουσ.</b> «[[μείζων]] [[κλίμακα]]» — [[συνεχής]] [[διαδοχή]] [[μέσα]] στο [[διάστημα]] τών [[επτά]] φθόγγων της κλίμακας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό [[στρώμα]], [[ανώτερος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ισχυρότερος<br /><b>2.</b> σπουδαιότερος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μείζων]]<br />(ως [[τίτλος]]) ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῑζον</i><br />περισσότερο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[οὔτε]] μεῑζον [[οὔτε]] ἔλαττον» — απολύτως [[τίποτε]], [[καθόλου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο ιων. τ. [[μέζων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μέγ</i>-<i>jων</i>) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μεγ</i>- του [[μέγας]]. Ο αττ. τ. [[μείζων]] εμφανίζει -<i>ει</i>- αναλογικά [[προς]] τα συγκρ. [[ἀμείνων]], [[κρείττων]]. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>mezo</i> και πληθ. ουδ. <i>mezoa</i> και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο <i>mezavo</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μείζων:''' συγκρ. του [[μέγας]].
}}
}}

Revision as of 21:11, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

Cp. de μέγας.

English (Autenrieth)

see μέγας.

English (Slater)

μείζων v. μέγας.

English (Strong)

irregular comparative of μέγας; larger (literally or figuratively, specially, in age): elder, greater(-est), more.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και μείζονα (ΑM μείζων, -ον και μειζότερος, Α και μειζονώτερος και, ιων. τ. μέζων, δωρ. τ. μέσδων, βοιωτ. τ. μέσσων, Μ και μειζονότερος, -έρα, ον)
1. ο μεγαλύτερων διαστάσεων, περισσότερος από το συνηθισμένο ή από όσο πρέπει
2. μεγαλύτερος στην ηλικία
νεοελλ.
φρ. α) «κατά μείζονα λόγον» — κατά μεγαλύτερη αιτιολογία ή υποχρέωση, για περισσότερους ή πιο σημαντικούς λόγους
β) (λογ.) «μείζων πρόταση» — η ηγουμένη πρόταση συλλογισμού
γ) ανατ. i) «μείζων επίπλουν» — πτυχή του περιτοναίου η οποία φέρεται από το στομάχι μέχρι την ηβική σύμφυση, καλύπτοντας από εμπρός τα έντερα, και μοιάζει με πλατύ τετράπλευρο πέταλο
ii) «μείζων τροχαντήρας» — ένα από τα δύο ογκώματα του μηριαίου οστού, κοντά στον αυχένα του μηριαίου
δ) μουσ. i) «μείζων τόνος» ή «μείζων τρόπος» ή «μείζων συγχορδία» ή «μείζον διάστημα» — ένας από τους δύο κύριους συνδυασμούς τών μουσικών τόνων από τον οποίο παίρνει τον χαρακτήρα της μια μουσική σύνθεση
ii) μουσ. «μείζων κλίμακα» — συνεχής διαδοχή μέσα στο διάστημα τών επτά φθόγγων της κλίμακας
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ανήκει σε ανώτερο κοινωνικό στρώμα, ανώτερος
μσν.
1. ισχυρότερος
2. σπουδαιότερος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. μείζων
(ως τίτλος) ο αρχηγός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑζον
περισσότερο
3. φρ. «οὔτε μεῑζον οὔτε ἔλαττον» — απολύτως τίποτε, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. μέζων (< μέγ-jων) < θ. μεγ- του μέγας. Ο αττ. τ. μείζων εμφανίζει -ει- αναλογικά προς τα συγκρ. ἀμείνων, κρείττων. Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή mezo και πληθ. ουδ. mezoa και πιθ. στο ανθρωπωνύμιο mezavo].

Greek Monotonic

μείζων: συγκρ. του μέγας.