παραπομπή: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[παραπέμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποστολή]], [[διαβίβαση]], [[μεταβίβαση]] («έγινε η [[παραπομπή]] της αίτησης στους ανωτέρους»)<br /><b>2.</b> [[προσαγωγή]] σε [[δίκη]]<br /><b>3.</b> [[σημείωση]] ή [[υποσημείωση]] σε [[κείμενο]] με την οποία ορίζεται ο [[συγγραφέας]], το [[σύγγραμμα]], το [[κεφάλαιο]], ο [[στίχος]] ή η [[σελίδα]] από την οποία ελήφθη [[λέξη]], [[χωρίο]] ή [[είδηση]] και όπου ο [[αναγνώστης]] παραπέμπεται για να βρει περισσότερα από όσα γράφονται στο [[κείμενο]]<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> ειδικό [[σημείο]] το οποίο, όταν απαντά δύο φορές στο [[τεμάχιο]], υποχρεώνει τον εκτελεστή να επαναλάβει το [[μεταξύ]] αυτών μουσικό [[κείμενο]]<br /><b>5.</b> [[νηοπομπή]], δηλ. [[συνοδεία]] εμπορικών πλοίων από πολεμικά εν [[καιρώ]] πολέμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποστολή]] ή [[μεταφορά]] με [[συνοδεία]]<br /><b>2.</b> [[συνοδεία]], [[ιδίως]] για [[φρούρηση]], [[σωματοφυλακή]] («περὶ τῆς αὐτονομίας διαλεχθεὶς καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας, ἔτυχε παραπομπῆς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακολουθία]]<br /><b>4.</b> [[προσκομιδή]], [[προμήθεια]] («ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρουσίαση]], [[εμφάνιση]].
|mltxt=η, ΝΑ [[παραπέμπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποστολή]], [[διαβίβαση]], [[μεταβίβαση]] («έγινε η [[παραπομπή]] της αίτησης στους ανωτέρους»)<br /><b>2.</b> [[προσαγωγή]] σε [[δίκη]]<br /><b>3.</b> [[σημείωση]] ή [[υποσημείωση]] σε [[κείμενο]] με την οποία ορίζεται ο [[συγγραφέας]], το [[σύγγραμμα]], το [[κεφάλαιο]], ο [[στίχος]] ή η [[σελίδα]] από την οποία ελήφθη [[λέξη]], [[χωρίο]] ή [[είδηση]] και όπου ο [[αναγνώστης]] παραπέμπεται για να βρει περισσότερα από όσα γράφονται στο [[κείμενο]]<br /><b>4.</b> <b>μουσ.</b> ειδικό [[σημείο]] το οποίο, όταν απαντά δύο φορές στο [[τεμάχιο]], υποχρεώνει τον εκτελεστή να επαναλάβει το [[μεταξύ]] αυτών μουσικό [[κείμενο]]<br /><b>5.</b> [[νηοπομπή]], δηλ. [[συνοδεία]] εμπορικών πλοίων από πολεμικά εν [[καιρώ]] πολέμου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποστολή]] ή [[μεταφορά]] με [[συνοδεία]]<br /><b>2.</b> [[συνοδεία]], [[ιδίως]] για [[φρούρηση]], [[σωματοφυλακή]] («περὶ τῆς αὐτονομίας διαλεχθεὶς καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας, ἔτυχε παραπομπῆς», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ακολουθία]]<br /><b>4.</b> [[προσκομιδή]], [[προμήθεια]] («ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[παρουσίαση]], [[εμφάνιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπομπή:''' ἡ ([[παραπέμπω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποστολή]] με [[συνοδεία]] <i>σίτου</i>, σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παροχή]], [[προμήθεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που παρέχεται, προμήθειες, Λατ. [[commeatus]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπομπή Medium diacritics: παραπομπή Low diacritics: παραπομπή Capitals: ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
Transliteration A: parapompḗ Transliteration B: parapompē Transliteration C: parapompi Beta Code: parapomph/

English (LSJ)

ἡ,

   A convoying, σίτου Decr. ap. D.18.73 ; ἡ κατὰ θάλασσαν π. Onos.6.14.    2 escort, convoy, π. δώσειν Arist. Oec.1351b24 ; πέμψαι, ἐξαποστέλλειν, Plb.30.9.13, 15.5.7 ; παραπομπῆς τυχεῖν D.S.20.45, cf. PSI5.446.12 (ii A. D.) : pl., παραπομπαὶ ὄχλων Ph.1.592 ; of a funeral procession, π. καὶ κηδεία IG12(7).239.32 (Amorgos) ; of athletes, being escorted by a body of supporters, Charito 6.2.    II transport, conveyance, αἱ τῶν καρπῶν π., whether by importation or exportation, Arist.Pol.1327a8 ; ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγίγνοντο supplies were introduced, X.HG7.2.23 ; π. ποιεῖν τῶν ἰχθύων Antiph.190.15 ; παραπέμψαι τὴν π. X.HG7.2.18 ; συμπαραπέμπειν τὴν εἰς Φλιοῦντα π. Aeschin.2.168.    2 production, ἡ ἔξω π. bringing forth the statue from the mould, Ph.2.318.

German (Pape)

[Seite 495] ἡ, Begleitung, Geleit, bes. zum Schutz, παραπομπὴν διδόναι, Arist. Oec. 2, 30; δοὺς ἐφόδια καὶ παραπομπὴν ἐξαπέστειλε, Pol. 15, 5, 7; πέμψαι, 30, 9, 13 u. a. Sp. Auch das Herbeischaffen, ἀποσταλέντα σκάφη ἐπὶ τὴν παραπομπὴν τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον, Dem. 18, 73, vgl. 50, 19; die Zufuhr, Xen. Hell. 7, 2, 23; Arist. pol. 7, 5; παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων, Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a; τῶν ἐπιτηδείων, D. C. 56, 19.

Greek (Liddell-Scott)

παραπομπή: ἡ, ἀποστολὴ μετὰ συνοδείας, σίτου Ψήφ. παρὰ Δημ. 249. 16. 2) συνοδεία, σωματοφυλακή, π. διδόναι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31, 1· πέμπειν, ἐξαποστέλλειν Πολύβ. 30. 9, 13., 15. 5, 7· παραπομπῆς τυχεῖν Διόδ. 20. 45. 3) ἐπὶ ἀθλητῶν περιστοιχιζομένων ὑπὸ τῶν εὐνοούντων αὐτούς, Χαρίτ. 6. 2 (D΄ Orv.). ΙΙ. τὸ παρέχειν, προμήθεια, αἱ τῶν καρπῶν π., εἴτε δι’ εἰσαγωγῆς εἴτε δι’ ἐξαγωγῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 5, 4· ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγένοντο, εἰσήγοντο ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23· παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων Ἀντιφῶν ἐν «Πλουσίοις» 1. 15. 2) τὸ παρεχόμενον, ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Λατιν. commeatus, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18, Αἰσχίν. 50. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραπομπή· μετακομιδή».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’accompagner, d’escorter ; cortège, escorte;
2 transport, importation.
Étymologie: παραπέμπω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παραπέμπω
νεοελλ.
1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή της αίτησης στους ανωτέρους»)
2. προσαγωγή σε δίκη
3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η σελίδα από την οποία ελήφθη λέξη, χωρίο ή είδηση και όπου ο αναγνώστης παραπέμπεται για να βρει περισσότερα από όσα γράφονται στο κείμενο
4. μουσ. ειδικό σημείο το οποίο, όταν απαντά δύο φορές στο τεμάχιο, υποχρεώνει τον εκτελεστή να επαναλάβει το μεταξύ αυτών μουσικό κείμενο
5. νηοπομπή, δηλ. συνοδεία εμπορικών πλοίων από πολεμικά εν καιρώ πολέμου
αρχ.
1. αποστολή ή μεταφορά με συνοδεία
2. συνοδεία, ιδίως για φρούρηση, σωματοφυλακή («περὶ τῆς αὐτονομίας διαλεχθεὶς καὶ τῆς ἰδίας ἀσφαλείας, ἔτυχε παραπομπῆς», Διόδ.)
3. ακολουθία
4. προσκομιδή, προμήθεια («ἑκάστης ἡμέρας παραπομπαὶ ἐγίγνοντο», Ξεν.)
5. παρουσίαση, εμφάνιση.

Greek Monotonic

παραπομπή: ἡ (παραπέμπω),
I. 1. αποστολή με συνοδεία σίτου, σε Ψήφ. παρά Δημ.
II. 1. παροχή, προμήθεια, σε Αριστ.
2. αυτό που παρέχεται, προμήθειες, Λατ. commeatus, σε Ξεν.