πήμα: Difference between revisions
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
(32) |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]] («[[πῆμα]] θεὸς | |mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[πάθημα]], [[δυστύχημα]], [[συμφορά]] («[[πῆμα]] θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) [[βαρύς]] [[μόχθος]] («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) ὁλεθρος, [[καταστροφή]], [[βάσανο]], [[πληγή]] («[[πῆμα]] κακὸς [[γείτων]] ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα [[ὄνειαρ]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[πῆμα]] ἐπὶ πήματι κεῑται»<br /><b>μτφ.</b> (στον <b>Ηρόδ.</b>) το ολέθριο [[σίδερο]], δηλ. το [[ξίφος]] που σφυρηλατείται [[πάνω]] στο σιδερένιο [[αμόνι]] του σιδηρουργού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια [[κατάσταση]] και εμφανίζει κατάλ. -<i>μα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σή</i>-<i>μα</i>, <i>σώ</i>-<i>μα</i>). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική [[άποψη]], συνδέσεις της λ. [[είναι]] με: αβεστ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[ονομασία]] αρρώστιας του δέρματος», αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>man</i>- «[[αρρώστια]] του δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. <i>p</i><i>ā</i><i>pman</i>- «[[πόνος]], [[λύπη]], [[ταραχή]], [[βλάβη]]» (κατ' [[επίδραση]] του <i>p</i><i>ā</i><i>pa</i>- «[[κακός]]») βρίσκεται από σημασιολογική [[άποψη]] πιο [[κοντά]] στη λ. [[πῆμα]]. Έχει, [[επίσης]], προταθεί η [[σύνδεση]] της λ. με ελλ. τύπους όπως [[ταλαίπωρος]], [[πηρός]], [[πένομαι]], [[πένθος]] ή με το λατ. <i>patior</i> «[[πάσχω]]». Η [[οικογένεια]] της λ. [[πῆμα]] [[είναι]] αρχαϊκή και η [[χρήση]] της υποχώρησε [[νωρίς]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 18 June 2022
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. πάθημα, δυστύχημα, συμφορά («πῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.)
2. (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) βαρύς μόχθος («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», Ευρ.)
3. μτφ. (για πρόσ.) ὁλεθρος, καταστροφή, βάσανο, πληγή («πῆμα κακὸς γείτων ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα ὄνειαρ», Ησίοδ.)
4. φρ. «πῆμα ἐπὶ πήματι κεῑται»
μτφ. (στον Ηρόδ.) το ολέθριο σίδερο, δηλ. το ξίφος που σφυρηλατείται πάνω στο σιδερένιο αμόνι του σιδηρουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια κατάσταση και εμφανίζει κατάλ. -μα (πρβλ. σή-μα, σώ-μα). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική άποψη, συνδέσεις της λ. είναι με: αβεστ. pāman- «ονομασία αρρώστιας του δέρματος», αρχ. ινδ. pāman- «αρρώστια του δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. pāpman- «πόνος, λύπη, ταραχή, βλάβη» (κατ' επίδραση του pāpa- «κακός») βρίσκεται από σημασιολογική άποψη πιο κοντά στη λ. πῆμα. Έχει, επίσης, προταθεί η σύνδεση της λ. με ελλ. τύπους όπως ταλαίπωρος, πηρός, πένομαι, πένθος ή με το λατ. patior «πάσχω». Η οικογένεια της λ. πῆμα είναι αρχαϊκή και η χρήση της υποχώρησε νωρίς].