στρεβλός: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στρεβλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> συνεστραμμένος, [[στραβός]] («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεστραμμένος ως [[προς]] τον χαρακτήρα («καὶ [[μετὰ]] ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ [[μετὰ]] στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]] («[[στρεβλός]] [[χαρακτήρας]]»)<br />β) (για πνευματική [[εκδήλωση]]) [[λανθασμένος]], [[σφαλερός]], [[παράλογος]] («στρεβλές αντιλήψεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρεβλό [[πολύγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[πολύγωνο]] του οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο<br />β) «[[στρέβλη]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[καμπύλη]] που δεν [[είναι]] επίπεδη<br />γ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες του χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενες<br />δ) «[[στρέβλη]] [[επιφάνεια]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[ευθειογενής]] [[επιφάνεια]] η οποία δεν [[είναι]] αναπτυκτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλλήθωρος]]<br /><b>2.</b> (για τα φρύδια και για το [[μέτωπο]]) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πανούργος]] («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρεβλῶς</i> Μ<br /><b>1.</b> όπως ο [[ανάπηρος]], με στρεβλό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με διεστραμμένο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στρέφω]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στρεβλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> συνεστραμμένος, [[στραβός]] («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) διεστραμμένος ως [[προς]] τον χαρακτήρα («καὶ [[μετὰ]] ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ [[μετὰ]] στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[δύστροπος]], [[ιδιότροπος]] («[[στρεβλός]] [[χαρακτήρας]]»)<br />β) (για πνευματική [[εκδήλωση]]) [[λανθασμένος]], [[σφαλερός]], [[παράλογος]] («στρεβλές αντιλήψεις»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «στρεβλό [[πολύγωνο]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[πολύγωνο]] του οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο<br />β) «[[στρέβλη]] [[καμπύλη]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[καμπύλη]] που δεν [[είναι]] επίπεδη<br />γ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες του χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενες<br />δ) «[[στρέβλη]] [[επιφάνεια]]»<br /><b>μαθημ.</b> [[ευθειογενής]] [[επιφάνεια]] η οποία δεν [[είναι]] αναπτυκτή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[αλλήθωρος]]<br /><b>2.</b> (για τα φρύδια και για το [[μέτωπο]]) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πανούργος]] («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, <b>Αριστοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>στρεβλῶς</i> Μ<br /><b>1.</b> όπως ο [[ανάπηρος]], με στρεβλό τρόπο<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με διεστραμμένο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[στρέφω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στρεβλός:''' -ή, -όν ([[στρέφω]]), συστραμμένος, [[κυρτός]], [[καμπύλος]], [[καμπουριαστός]], [[στραβός]], σε Αριστ.· λέγεται για φρύδια, συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος, σε Ανθ.· μεταφ., <i>στρεβλοῖσι παλαίσμασι</i>, με πανούργα τεχνάσματα κατά την [[πάλη]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A twisted, crooked, πόσθιον... σ. ὥσπερ κύτταρον Ar. Th.516; στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον Men.711; λοξοβάται, στρεβλοί, of crabs, Batr.295; μυκτήρ Nic.Al.442; κανών Arist.Rh.1354a26; squinteyed, like στραβός, Hp.Aër.14, Eup.182, Phryn.PS p.108 B., Hsch. s.v. ἰλλός; of the brows, knit, wrinkled, AP7.440 (Leon.). II metaph., crooked, cunning, στρεβλοῖσι παλαίσμασι by cunning dodges in wrestling, Ar.Ra.878 (mock heroic); perverse, froward, LXX Ps. 17(18).27, Si.36.(22) 25, Aesop.66.
German (Pape)
[Seite 952] gedreht, gekrümmt, gewunden, στρεβλὸν ὥςπερ κύτταρον, Ar. Th. 516; verdreht, von den Augen, schielend, nach Phryn. in B. A. 62 besser als στραβός; – von den Augenbrauen, zusammengezogen, gerunzelt, ὀφρύς, Leon. Tar. 85 (VII, 440). – liebertr., listig, verschlagen, στρεβλὰ παλαίσματα, 377; στρεβλὰ κολαζόμενος, Maneth. 4, 198.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλός: -ή, -όν, (στρέφω) συνεστραμμένος, διεστραμμένος, «στραβός», κύτταρον Ἀριστοφ. Θεσμ. 516· στρεβλὸν ὀθρῶσαι κλάδον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 163· λοξοβάται στρεβλοί, ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομυομ. 307· μυκτὴρ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· κανὼν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διεστραμμένους, παραβλώψ, ἀλλοίθωρος, ὡς τὸ στραβός, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 6· πρβλ. Α. Β. 62, Ἱππ. π. Ἀερ. 289· ἐπὶ τῶν ὀφρύων καὶ τοῦ μετώπου, συνωφρυωμένος, ἐρρυτιδωμένος, «ἀνάποδος», πανοῦργος, στρεβλοῖσι παλαίσμασι, διὰ πανούργων τεχνασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 878· - διεστραμμένος, αὐθάδης, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 26, Σειρὰχ Λ΄, 20).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 tortu;
2 fig. rusé, fourbe.
Étymologie: στρέφω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρεβλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.)
2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον χαρακτήρα («καὶ μετὰ ἐκλεκτοῡ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῡ διαστρέψεις», ΠΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. α) (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος («στρεβλός χαρακτήρας»)
β) (για πνευματική εκδήλωση) λανθασμένος, σφαλερός, παράλογος («στρεβλές αντιλήψεις»)
2. φρ. α) «στρεβλό πολύγωνο»
μαθημ. πολύγωνο του οποίου οι κορυφές δεν ανήκουν στο ίδιο επίπεδο
β) «στρέβλη καμπύλη»
μαθημ. καμπύλη που δεν είναι επίπεδη
γ) «στρεβλές ευθείες» — ευθείες του χώρου μη παράλληλες και μη τεμνόμενες
δ) «στρέβλη επιφάνεια»
μαθημ. ευθειογενής επιφάνεια η οποία δεν είναι αναπτυκτή
αρχ.
1. (για πρόσ.) αλλήθωρος
2. (για τα φρύδια και για το μέτωπο) συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος
3. μτφ. πανούργος («στρεβλοῑσι παλαίσμασι» — με πανούργα τεχνάσματα, Αριστοφ.).
επίρρ...
στρεβλῶς Μ
1. όπως ο ανάπηρος, με στρεβλό τρόπο
2. μτφ. με διεστραμμένο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στρέφω.
Greek Monotonic
στρεβλός: -ή, -όν (στρέφω), συστραμμένος, κυρτός, καμπύλος, καμπουριαστός, στραβός, σε Αριστ.· λέγεται για φρύδια, συνοφρυωμένος, ρυτιδωμένος, σε Ανθ.· μεταφ., στρεβλοῖσι παλαίσμασι, με πανούργα τεχνάσματα κατά την πάλη, σε Αριστοφ.