3,253,652
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σέρνεται στη γη με την [[κοιλιά]] σαν το [[φίδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρώνακτας]] και, [[κυρίως]], ο [[ημερομίσθιος]] [[εργάτης]], [[μεροκαματιάρης]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τον <b>Φώτ.</b> και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν γίνει [[δεκτή]] η σημ. «αυτός που σέρνεται με την [[κοιλιά]] στη γη», οι τ. [[σύργαστρος]] και [[συργάστωρ]] [[πρέπει]] να θεωρηθούν σύνθετοι, ανώμαλα όμως σχηματισμένοι, από τις λ. [[σύρω]] και [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i>. Ωστόσο, οι τ. αυτοί έχουν χρησιμοποιηθεί και για τον χαρακτηρισμό του [[εργάτη]], του χειρώνακτα (<b>πρβλ.</b> τα ερμηνεύματα του <b>Ησύχ.</b> <i>συργαστρος</i><br />[[ὑφορβός]], [[ἐργάτης]] και [[συργάστωρ]]<br />[[συοφορβός]]). Σε [[σχέση]] με τη σημ. αυτή έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι πρόκειται για, ξενικής προέλευσης, όνομα δούλου που χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως προσηγορικό (για την ξενική [[προέλευση]] τών τ. <b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> [[συργάστωρ]]<br />[[ὄνομα]] βαρβαρικόν</i> [[καθώς]] και τους κοντινούς από μορφολογική [[άποψη]] τ. <i>Συργάστης</i>, <i>Συργάστειος</i>, που αποτελούν προσωνυμίες του [[Διός]] στην [[περιοχή]] της Βιθυνίας)]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σέρνεται στη γη με την [[κοιλιά]] σαν το [[φίδι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρώνακτας]] και, [[κυρίως]], ο [[ημερομίσθιος]] [[εργάτης]], [[μεροκαματιάρης]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, τον <b>Φώτ.</b> και το Μέγα Ετυμολογικόν) «συοφορβὸς ἢ ὑ[ο]φορβός».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Αν γίνει [[δεκτή]] η σημ. «αυτός που σέρνεται με την [[κοιλιά]] στη γη», οι τ. [[σύργαστρος]] και [[συργάστωρ]] [[πρέπει]] να θεωρηθούν σύνθετοι, ανώμαλα όμως σχηματισμένοι, από τις λ. [[σύρω]] και [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i>. Ωστόσο, οι τ. αυτοί έχουν χρησιμοποιηθεί και για τον χαρακτηρισμό του [[εργάτη]], του χειρώνακτα (<b>πρβλ.</b> τα ερμηνεύματα του <b>Ησύχ.</b> <i>συργαστρος</i><br />[[ὑφορβός]], [[ἐργάτης]] και [[συργάστωρ]]<br />[[συοφορβός]]). Σε [[σχέση]] με τη σημ. αυτή έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι πρόκειται για, ξενικής προέλευσης, όνομα δούλου που χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική ως προσηγορικό (για την ξενική [[προέλευση]] τών τ. <b>πρβλ.</b> το [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> [[συργάστωρ]]<br />[[ὄνομα]] βαρβαρικόν</i> [[καθώς]] και τους κοντινούς από μορφολογική [[άποψη]] τ. <i>Συργάστης</i>, <i>Συργάστειος</i>, που αποτελούν προσωνυμίες του [[Διός]] στην [[περιοχή]] της Βιθυνίας)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σύργαστρος:''' ὁ, κανονικά <i>[[συρόγαστρος]]</i> ([[σύρω]], [[γαστήρ]]), αυτός που σέρνει [[καταγής]] την [[κοιλιά]] του, που έρπει όπως το [[σκουλήκι]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |