τετράγωνο: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(41)
 
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / τετράγωνον, ΝΜΑ<br />[[τετράπλευρο]] που έχει τις πλευρές του ίσες [[μεταξύ]] τους και τις γωνίες του ορθές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[αμυντικός]] [[σχηματισμός]] του παλαιού πεζικού [[κατά]] τον οποίο [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] λόχους του τάγματος σχημάτιζε [[πλευρά]] τετραγώνου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολόπλευρη [[επίθεση]] του ιππικού<br /><b>2.</b> (στην [[τυπογραφία]]) α) τετραγωνικό τυπογραφικό [[στοιχείο]] [[χωρίς]] χαρακτήρα που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη [[στοιχειοθεσία]] για το [[γέμισμα]] κενών στην [[αρχή]] ή στο [[τέλος]] του τυπογραφικού στίχου<br />β) συμβατική [[μονάδα]] μέτρησης τυπογραφικών διαστάσεων υποδιαιρούμενη σε 12 στιγμές και ισοδύναμη με 4,512 εκατοστόμετρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «οικοδομικό [[τετράγωνο]]» ή, [[απλώς]], «[[τετράγωνο]]» — [[τμήμα]] συνοικίας που ορίζεται από [[τέσσερεις]] [[οδούς]]<br />β) «[[τετράγωνο]] αριθμού»<br /><b>μαθημ.</b> το γινόμενο ενός αριθμού όταν πολλαπλασιαστεί επί τον εαυτό του, αλλ. η δεύτερη [[δύναμη]] αριθμού<br />γ) «[[μέθοδος]] τών μέσων τετραγώνων»<br /><b>μαθημ.</b> [[μέθοδος]] επίλυσης αλγεβρικού συστήματος όταν οι άγνωστοι [[είναι]] περισσότεροι από τις εξισώσεις του συστήματος<br />δ) «[[λογικό]] [[τετράγωνο]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[σχήμα]] που επινόησε ο [[Ρωμαίος]] [[φιλόσοφος]] Βοήθιος για την [[παρουσίαση]] και [[απομνημόνευση]] τών σχέσεων [[μεταξύ]] τών προτάσεων Α, Ε, Ι, Ο, [[δηλαδή]] [[μεταξύ]] τών καθολικών καταφατικών, μερικών καταφατικών, καθολικών αποφατικών και μερικών αποφατικών, αντίστοιχα, [[σχήμα]] που [[είναι]] ένα [[τετράγωνο]] με κορυφές τις Α, Ε, Ι, Ο το οποίο τίς κατατάσσει σε ενάντιες, υπενάντιες, υπάλληλες και αντιφατικές, αλλ. [[τετράγωνο]] τών αντιθέσεων<br />ε) «μαγικό [[τετράγωνο]]» — [[τετράγωνο]] που [[είναι]] χωρισμένο σε μικρότερα ίσα τετράγωνα με οριζόντιες και κατακόρυφες γραμμές στα οποία [[είναι]] τοποθετημένοι αριθμοί [[κατά]] τέτοιο τρόπο ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, [[κάθετα]] ή διαγώνια να [[είναι]] το ίδιο<br /><b>μσν.</b><br />[[τετράστοο]] στο [[αίθριο]] τών ναών («τούτῳ τῷ ἔτει ἐκτίσθη τετράγωνον τοῡ Ἁγίου Ιωάννου ἐν Ἀλεξάνδρείᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[τετράπλευρο]]<br /><b>2.</b> [[σώμα]] στρατού παρατεταγμένο σε [[σχήμα]] τετραγώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[τετράγωνος]].
|mltxt=το / τετράγωνον, ΝΜΑ<br />[[τετράπλευρο]] που έχει τις πλευρές του ίσες [[μεταξύ]] τους και τις γωνίες του ορθές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[αμυντικός]] [[σχηματισμός]] του παλαιού πεζικού [[κατά]] τον οποίο [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] λόχους του τάγματος σχημάτιζε [[πλευρά]] τετραγώνου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολόπλευρη [[επίθεση]] του ιππικού<br /><b>2.</b> (στην [[τυπογραφία]]) α) τετραγωνικό τυπογραφικό [[στοιχείο]] [[χωρίς]] χαρακτήρα που χρησιμοποιείται [[κατά]] τη [[στοιχειοθεσία]] για το [[γέμισμα]] κενών στην [[αρχή]] ή στο [[τέλος]] του τυπογραφικού στίχου<br />β) συμβατική [[μονάδα]] μέτρησης τυπογραφικών διαστάσεων υποδιαιρούμενη σε 12 στιγμές και ισοδύναμη με 4,512 εκατοστόμετρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «οικοδομικό [[τετράγωνο]]» ή, [[απλώς]], «[[τετράγωνο]]» — [[τμήμα]] συνοικίας που ορίζεται από [[τέσσερεις]] [[οδούς]]<br />β) «[[τετράγωνο]] αριθμού»<br /><b>μαθημ.</b> το γινόμενο ενός αριθμού όταν πολλαπλασιαστεί επί τον εαυτό του, αλλ. η δεύτερη [[δύναμη]] αριθμού<br />γ) «[[μέθοδος]] τών μέσων τετραγώνων»<br /><b>μαθημ.</b> [[μέθοδος]] επίλυσης αλγεβρικού συστήματος όταν οι άγνωστοι [[είναι]] περισσότεροι από τις εξισώσεις του συστήματος<br />δ) «[[λογικό]] [[τετράγωνο]]»<br /><b>(λογ.)</b> [[σχήμα]] που επινόησε ο [[Ρωμαίος]] [[φιλόσοφος]] Βοήθιος για την [[παρουσίαση]] και [[απομνημόνευση]] τών σχέσεων [[μεταξύ]] τών προτάσεων Α, Ε, Ι, Ο, [[δηλαδή]] [[μεταξύ]] τών καθολικών καταφατικών, μερικών καταφατικών, καθολικών αποφατικών και μερικών αποφατικών, αντίστοιχα, [[σχήμα]] που [[είναι]] ένα [[τετράγωνο]] με κορυφές τις Α, Ε, Ι, Ο το οποίο τίς κατατάσσει σε ενάντιες, υπενάντιες, υπάλληλες και αντιφατικές, αλλ. [[τετράγωνο]] τών αντιθέσεων<br />ε) «μαγικό [[τετράγωνο]]» — [[τετράγωνο]] που [[είναι]] χωρισμένο σε μικρότερα ίσα τετράγωνα με οριζόντιες και κατακόρυφες γραμμές στα οποία [[είναι]] τοποθετημένοι αριθμοί [[κατά]] τέτοιο τρόπο ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, [[κάθετα]] ή διαγώνια να [[είναι]] το ίδιο<br /><b>μσν.</b><br />[[τετράστοο]] στο [[αίθριο]] τών ναών («τούτῳ τῷ ἔτει ἐκτίσθη τετράγωνον τοῦ Ἁγίου Ιωάννου ἐν Ἀλεξάνδρείᾳ», Θεοφάν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάθε]] [[τετράπλευρο]]<br /><b>2.</b> [[σώμα]] στρατού παρατεταγμένο σε [[σχήμα]] τετραγώνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[τετράγωνος]].
}}
}}

Revision as of 18:45, 25 March 2021

Greek Monolingual

το / τετράγωνον, ΝΜΑ
τετράπλευρο που έχει τις πλευρές του ίσες μεταξύ τους και τις γωνίες του ορθές
νεοελλ.
1. στρ. αμυντικός σχηματισμός του παλαιού πεζικού κατά τον οποίο καθένας από τους τέσσερεις λόχους του τάγματος σχημάτιζε πλευρά τετραγώνου, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ολόπλευρη επίθεση του ιππικού
2. (στην τυπογραφία) α) τετραγωνικό τυπογραφικό στοιχείο χωρίς χαρακτήρα που χρησιμοποιείται κατά τη στοιχειοθεσία για το γέμισμα κενών στην αρχή ή στο τέλος του τυπογραφικού στίχου
β) συμβατική μονάδα μέτρησης τυπογραφικών διαστάσεων υποδιαιρούμενη σε 12 στιγμές και ισοδύναμη με 4,512 εκατοστόμετρα
3. φρ. α) «οικοδομικό τετράγωνο» ή, απλώς, «τετράγωνο» — τμήμα συνοικίας που ορίζεται από τέσσερεις οδούς
β) «τετράγωνο αριθμού»
μαθημ. το γινόμενο ενός αριθμού όταν πολλαπλασιαστεί επί τον εαυτό του, αλλ. η δεύτερη δύναμη αριθμού
γ) «μέθοδος τών μέσων τετραγώνων»
μαθημ. μέθοδος επίλυσης αλγεβρικού συστήματος όταν οι άγνωστοι είναι περισσότεροι από τις εξισώσεις του συστήματος
δ) «λογικό τετράγωνο»
(λογ.) σχήμα που επινόησε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Βοήθιος για την παρουσίαση και απομνημόνευση τών σχέσεων μεταξύ τών προτάσεων Α, Ε, Ι, Ο, δηλαδή μεταξύ τών καθολικών καταφατικών, μερικών καταφατικών, καθολικών αποφατικών και μερικών αποφατικών, αντίστοιχα, σχήμα που είναι ένα τετράγωνο με κορυφές τις Α, Ε, Ι, Ο το οποίο τίς κατατάσσει σε ενάντιες, υπενάντιες, υπάλληλες και αντιφατικές, αλλ. τετράγωνο τών αντιθέσεων
ε) «μαγικό τετράγωνο» — τετράγωνο που είναι χωρισμένο σε μικρότερα ίσα τετράγωνα με οριζόντιες και κατακόρυφες γραμμές στα οποία είναι τοποθετημένοι αριθμοί κατά τέτοιο τρόπο ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, κάθετα ή διαγώνια να είναι το ίδιο
μσν.
τετράστοο στο αίθριο τών ναών («τούτῳ τῷ ἔτει ἐκτίσθη τετράγωνον τοῦ Ἁγίου Ιωάννου ἐν Ἀλεξάνδρείᾳ», Θεοφάν.)
αρχ.
1. (γενικά) κάθε τετράπλευρο
2. σώμα στρατού παρατεταγμένο σε σχήμα τετραγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. τετράγωνος.