ἐπιβιβάζω: Difference between revisions
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιβῐβάζω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], [[βάζω]] κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ [[τὰς]] [[ναῦς]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπιβῐβάζω:''' Ενεργ. του [[ἐπιβαίνω]], [[βάζω]] κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ [[τὰς]] [[ναῦς]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιβῐβάζω:''' сажать, грузить (ἐπὶ τὰς [[ναῦς]] τοὺς ὁπλίτας Thuc.; εἰς [[πλοῖον]] Plat.; τινὰ ἐπὶ τὸ [[κτῆνος]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 31 December 2018
English (LSJ)
(fut.
A -βιβῶ LXXHo.10.11, Hb.3.15), causal of ἐπιβαίνω, put one upon, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Th.4.31; τινὰ ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος Ev.Luc.10.34:—Pass., Apollod.3.1.1.
German (Pape)
[Seite 929] darauf gehen lassen, -setzen, ἐπ' ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc. 6, 65; εἰς πλοῖον Plat. Ep. VII, 329 c; Sp.; ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος N. T. – Pass., besteigen, Apolld. 3, 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβῐβάζω: μεταβατ. ἐνεργείας τοῦ ἐπιβαίνω, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς Θουκ. 4. 31:- Παθ., Ἀπολλόδ. 3. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
faire monter sur : ἐπὶ ναῦς faire embarquer.
Étymologie: ἐπί, βιβάζω.
English (Strong)
from ἐπί and a reduplicated derivative of the base of βάσις (compare ἀναβιβάζω); to cause to mount (an animal): set on.
English (Thayer)
1st aorist ἐπεβίβασα; to cause to mount; to place upon (cf. ἐπί, D. 3): τινα or τί ἐπί τί, Thucydides, Plato, Diodorus, others; the Sept. several times for הִרְכִּיב.)
Greek Monolingual
(AM ἐπιβιβάζω) βιβάζω
1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει
2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω
νεοελλ.
επιβιβάζομαι
μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω
αρχ.-μσν.
1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό ζώο να γονιμοποιήσει το θηλυκό
2. τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση.
Greek Monotonic
ἐπιβῐβάζω: Ενεργ. του ἐπιβαίνω, βάζω κάποιον μέσα, τοὺς ὁπλίτας ἐπὶ τὰς ναῦς, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιβῐβάζω: сажать, грузить (ἐπὶ τὰς ναῦς τοὺς ὁπλίτας Thuc.; εἰς πλοῖον Plat.; τινὰ ἐπὶ τὸ κτῆνος NT).