ἕκηλος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ. | |lsmtext='''ἕκηλος:''' Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = [[εὔκηλος]], [[ήσυχος]], αυτός που βρίσκεται σε [[ηρεμία]], σε [[γαλήνη]], Λατ. [[securus]], λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν [[κάτι]] για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· <i>ἕκηλοι συλήσετε</i>, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. [[χωρίς]] [[κώλυμα]] ή [[εμπόδιο]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἕκ. εὕδειν</i>, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἕκηλος:''' дор. тж. [[ἕκαλος|ἕκᾱλος]] 2<br /><b class="num">1)</b> спокойный, безмятежный: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; [[ἐᾶν]] ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;<br /><b class="num">2)</b> бездеятельный: [[οὔτις]] ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: [[οὖθαρ]] ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἕκᾱλος, ον,
A at rest, at one's ease, in Hom. esp. of persons feasting and enjoying themselves, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται Il. 5.759 ; ἕκηλος πῖνε Od.21.309 ; ἕκηλοι νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε ye will plunder them at your ease, i.e. without let or hindrance, Il.6.70 ; ἕκηλος ἐρρέτω let him be off in peace, 9.376 ; of mere inaction, quiet, only twice in Hom., ἔσθἰ ἕκηλος Od.17.478 ; ἕκηλοι κάτθετε 21.259, cf. Theoc.25.100 ; ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pi.I.7(6).41 ; ἕ. εὕδειν S.Ph. 769 ; ἐᾶν ἕκηλόν τινα ib.826 : neut. as Adv., ἕκηλα ἡμερεύειν Id.El. 786 : metaph. of a field, lying at rest or fallow, h.Cer.451 ; of trees, unmoved, A.R.3.969.
German (Pape)
[Seite 759] ον (vgl. ἑκών, ἕκητι, nicht von κηλέω, vgl. Buttm. Lezil. I p. 140 ff.), ruhig, ungestört, sorglos, behaglich; οὔ τιν' ἔχει πόνον, ἀλλὰ ἕκηλος ἧσται Od. 13, 423; ἕκηλοι τέρπονται Il. 5, 759; ἕκηλοι συλήσετε, ihr werdet ungestört plündern, Il. 6, 70; ἕκηλος ἐῤῥέτω, ungehindert packe er sich, 9, 376; τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Pind. I. 6, 41; ἕκηλος ἴσθι μ ηδ' ἄγαν ὑπερφοβοῦ Aesch. Spt. 220; ἕκηλον εὕδειν Soph. Phil. 758 O. C. 1042 u. öfter; ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν Phil. 815; Sp., wie Ap. Rh. 3, 969, von ruhigen, nicht vom Sturm bewegten Bäumen. – Gänzliche Unthätigkeit bezeichnet es Theocr. 25, 100, wie von einem brachliegenden Acker, H. h. Cer. 451; = stillschweigend, Od. 17, 478.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾱλος, ον, (ἴδε περὶ τὸ τέλος), ἥσυχος. Λατ. securus, παρ’ Ὁμ. κυρίως ἐπὶ εὐωχουμένων, οἱ δὲ ἕκηλοι τέρπονται, ἥσυχοι, ἐν ἀναπαύσει, ἐν ἀνέσει, Ἰλ. Ε. 759· ἕκηλος πῖνε Ὀδ. Φ. 309· ἕκηλοι νεκροὺς ἄμ πεδίον συλήσετε Ἰλ. Ζ. 70· ἀλλὰ ἕκηλος ἐρρέτω, «ἀλλ’ ἥσυχος καὶ χωρὶς ἐμοῦ φθειρέσθω» (Θ. Γαζῆς), Ι. 376: ― ἁπλῶς ἐπὶ ἀπραξίας, ἥσυχος, μόνον δὶς παρ’ Ὁμ., ἔσθι’ ἕκηλος Ὀδ. Ρ. 478· ἕκηλοι κάτθετε Φ. 259, πρβλ. Θεόκρ. 25. 100· οὕτως, ἕκαλος ἔπειμι γῆρας Πινδ. Ἰ.-7 (6), 57· ἕκ. ἴσθι Αἰσχύλ. Θήβ. 238· ἕκ. εὕδειν Σοφ. Φ. 769· ἐᾶν ἕκηλόν τινα αὐτόθι 825· οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἕκηλα ἡμερεύειν ὁ αὐτ. Ἠλ. 786: ― μεταφ., ἐπὶ ἀγροῦ μένοντος ἀργοῦ ἤτοι χέρσου, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 451. (Ἐκ τῆς √ϜΕΚ παράγονται ὡσαύτως τὰ ἑκών, ἀέκων ὅ ἐστι ἀϝέκων, ἕκητι, εὔκηλος, ὅ ἐστιν ἐϝέκηλος: πρβλ. Σανσκρ. vaç, vaçmi (βούλομαι), a-vaças (ἀέκων)· Λατ. in-vitus, δηλ. in-vic-itus).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tranquille, paisible, sans crainte ; adv. • ἕκηλα, tranquillement;
2 inactif, oisif.
Étymologie: p. *Ϝέκηλος ; cf. ἑκών, ἕκητι.
English (Autenrieth)
(ϝεκ.) and εὔκηλος: of good cheer, free from care, at ease; often negatively, ‘undisturbed,’ ‘unmolested,’ Il. 6.70, Il. 17.340; iron., ἕκηλος ἐρρέτω, ‘let him go to perdition at his leisure,’ Il. 9.376.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἕκᾱλος Pi.O.9.58, I.7.41
I de pers.
1 gener. tranquilo, con calma ἔπειτα ... ἕκηλοι νεκροὺς ... συλήσετε después despojareís con tranquilidad a los (enemigos) muertos, Il.6.70, cf. 8.512, 11.75, 17.340, ἕ. ... μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ Il.15.194, cf. Od.21.259, A.R.3.176, S.OC 1039, ἀλλὰ ἕ. ἐρρέτω váyase tranquilo en mala hora, Il.9.376, ἕ. ἔπειμι γῆρας Pi.I.7.41, ταῦτ' ἐφορῶντες κρύπτουσιν ἕκηλοι aunque asisten a estos hechos, los ocultan sin inmutarse S.El.826, ἡμὶν οὔτε θυμάτων παρῆν ἑκήλοις προσθιγεῖν S.Ph.9, cf. Fr.89, λαοὶ δ' ἔργα περιστέλλουσιν ἕκηλοι el pueblo se dedica tranquilo a sus quehaceres Theoc.17.97
•silencioso, cauto λύκος ... βαίνει ... ἕ. ὑπὲρ ποιμνήιον ἕρκος Q.S.13.48
•ocioso οὔτις ἕ. ... εἱστήκει παρὰ βουσίν Theoc.25.100
•neutr. como adv. ἕκηλα ... ἡμερεύσομεν viviremos con tranquilidad S.El.786, ἕκηλα φίλων ἐπεμαίετο λουτρῶν se dirigió tranquilamente a sus baños preferidos Theoc.23.57.
2 en cont. de fiestas, comida, bebida y otros placeres plácido, despreocupado ἕκηλοι τέρπονται Il.5.759, δαίνυσθαί μιν ἄνωγον ... ἕκηλον le exhorté a que participase del banquete a su sabor, Il.5.805, cf. Od.2.311, 21.289, Q.S.2.149, ἕκηλοι ἐσθίετε βρώμην Od.12.301, cf. 14.91, 17.478, ἕ. πῖνε Od.14.167, ἕ. μίχθη se unió a placer Pi.O.9.58, ἐάσωμεν ... ἕκηλον αὐτόν S.Ph.826, cf. 769.
II no de pers.
1 ref. a árboles inmóvil (δρύες) αἵ τε ... ἕκηλοι ἐν οὔρεσιν ἐρρίζωνται νηνεμίῃ A.R.3.969.
2 de la tierra que no produce, estéril οὖθαρ ἀρούρης ... ἕκηλον ἑστήκει πανάφυλλον h.Cer.451.
• Etimología: Prob. de *u̯ekālo-, cf. Hsch. γέκαλον, formación c. suf. -ᾱλος sobre el tema que da lugar a ἑκάεργος, ἑκών qq.u.
Greek Monolingual
ἕκηλος, -ον, δωρ. τ. ἕκαλος, -ον (Α)
1. ήσυχος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος
2. αυτός που ενεργεί χωρίς εμπόδιο, ανεμπόδιστος
3. (για αγρό) ακαλλιέργητος, χέρσος
4. (για δέντρα) αυτός που δεν κινείται από άνεμο ή καταιγίδα, ασάλευτος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἕκηλα
ήσυχα, ατάραχα.
Greek Monotonic
ἕκηλος: Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = εὔκηλος, ήσυχος, αυτός που βρίσκεται σε ηρεμία, σε γαλήνη, Λατ. securus, λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν κάτι για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· ἕκηλοι συλήσετε, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. χωρίς κώλυμα ή εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκ. εὕδειν, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἕκηλος: дор. тж. ἕκᾱλος 2
1) спокойный, безмятежный: ἕ. ἐρρέτω Hom. пусть он уходит с миром; ἐᾶν ἕκηλόν τινα Soph. оставлять кого-л. в покое;
2) бездеятельный: οὔτις ἕ. εἱστήκει Theocr. никто не стоял без дела: οὖθαρ ἀρούρης ἕκηλον ἑστήκει HH кормилица-пашня лежала без всходов.