κραναός: Difference between revisions
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρᾰναός:''' -ή, -όν, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], [[τραχύς]], λέγεται για την Ιθάκη, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αθήνα, σε Πίνδ.· απ' όπου, η Αθήνα ονομαζόταν Κραναὰ [[πόλις]] ή <i>αἱ Κρανααί</i>, στον ίδ.· οι [[Κραναοί]], οι άνθρωποι της Αττικής, σε Ηρόδ.· και [[Κραναός]], [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Αθήνας, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κρᾰναός:''' -ή, -όν, [[βραχώδης]], [[πετρώδης]], [[τραχύς]], λέγεται για την Ιθάκη, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αθήνα, σε Πίνδ.· απ' όπου, η Αθήνα ονομαζόταν Κραναὰ [[πόλις]] ή <i>αἱ Κρανααί</i>, στον ίδ.· οι [[Κραναοί]], οι άνθρωποι της Αττικής, σε Ηρόδ.· και [[Κραναός]], [[μυθικός]] [[βασιλιάς]] της Αθήνας, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρᾰναός:''' <b class="num">1)</b> твердый, каменистый, тж. скалистый, обрывистый ([[Ἰθάκη]] Hom.; [[Ἀθᾶναι]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> колючий, шиповатый (ἀκαλῆφαι Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν, poet. word,
A rocky, rugged, in Hom. always of Ithaca (exc. in Il.3.445 where it is pr. n. of an island), Il.3.201, Od. 1.247, al.; of Delos, Pi.I.1.3; freq. of Athens, Id.O.7.82, etc.: hence as pr. n., Κραναὰ πόλις Athens, Ar.Ach.75; simply αἱ Κρανααί Id.Av.123; ἡ Κραναά of the Acropolis, Id.Lys.481; Κραναοί the people of Attica, Hdt.8.44, Str.9.1.18; παῖδες Κραναοῦ (Cranaos being a mythic king of Athens) A.Eu.1011 (anap.) 2 generally, hard, χέλυς Opp.H.5.396; of a fishing-rod, ῥάβδος κ. ib.4.364. 3 stinging, κ. ἀκαλῆφαι Ar.Fr.560. κρᾰνέα, ἡ, v. κράνεια.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰναός: ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., πετρώδης, τραχύς, ἀνώμαλος, ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης (διότι ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν εἶναι ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον ὄνομα νήσου, ἴσως τὰ Κύθηρα), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― ἐντεῦθεν κατέστη κύριον ὄνομα, Κραναὰ πόλις, αἱ Ἀθῆναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ ἁπλῶς αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· (ἔνθα ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, ῥάβδος κρ. αὐτόθι 4. 364, πρβλ. κράνον. 3) τραχύς, αὐστηρός, κεντητικός, Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε τραχύς, σκληρός, κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. car-ina (κέλυφος καρύου, κτλ.)· ἐντεῦθεν καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· ὡσαύτως κράνος (περικεφαλαία), κραναός· πρβλ. κράτος, κραταιός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dur, âpre, rocailleux.
Étymologie: cf. κράνος et κάρα.
English (Autenrieth)
English (Slater)
κρᾰνᾰός
1 rocky κρανααῖς ἐν Ἀθάναις (O. 7.82) κρανααῖς ἐν Ἀθάναισι (O. 13.38) κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν (N. 8.11) μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος (I. 1.3)
Greek Monolingual
κραναός, -ή, -όν, θηλ. και -ά (Α)
1. τραχύς, βραχώδης, πετρώδης («μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾱλος», Πίνδ.)
2. σκληρός («κραναὴ χέλυς», Οππ.)
3. αυτός που δαγκώνει, δηκτικός («κρανααὶ ἀκαλῆφαι», Αριστοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) μυθ. ὁ Κραναός
Αττικός ήρωας που έλαβε την εξουσία στην Αττική μετά τον Κέκροπα και βασίλευσε κατά την περίοδο του κατακλυσμού που έγινε επί Δευκαλίωνος
5. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κραναοί
οι κάτοικοι της Αττικής
6. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Κραναά
η Ακρόπολη τών Αθηνών
7. φρ. «Κραναά πόλις» ή, απλώς, «Κρανααί» — η Αθήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
κρᾰναός: -ή, -όν, βραχώδης, πετρώδης, τραχύς, λέγεται για την Ιθάκη, σε Όμηρ.· λέγεται για την Αθήνα, σε Πίνδ.· απ' όπου, η Αθήνα ονομαζόταν Κραναὰ πόλις ή αἱ Κρανααί, στον ίδ.· οι Κραναοί, οι άνθρωποι της Αττικής, σε Ηρόδ.· και Κραναός, μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰναός: 1) твердый, каменистый, тж. скалистый, обрывистый (Ἰθάκη Hom.; Ἀθᾶναι Pind.);
2) колючий, шиповатый (ἀκαλῆφαι Arph.).