μνημόσυνον: Difference between revisions

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνημόσυνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> = [[μνημεῖον]], [[ανάμνηση]], [[ενθύμημα]], [[μνημονική]] [[καταγραφή]] ενός προσώπου ή πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπόμνημα]], [[υπόμνηση]], <i>μνημόσυνα γράψομαι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μνημόσυνον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> = [[μνημεῖον]], [[ανάμνηση]], [[ενθύμημα]], [[μνημονική]] [[καταγραφή]] ενός προσώπου ή πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπόμνημα]], [[υπόμνηση]], <i>μνημόσυνα γράψομαι</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνημόσῠνον:''' дор. μνᾱμόσῠνον τό тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> воспоминания, память Thuc. etc.: μ. [[ἑωυτοῦ]] λιπέσθαι Her. оставить по себе память;<br /><b class="num">2)</b> памятка, запись, заметка (μνημόσυνα γράφεσθαι Arph.).
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημόσῠνον Medium diacritics: μνημόσυνον Low diacritics: μνημόσυνον Capitals: ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ
Transliteration A: mnēmósynon Transliteration B: mnēmosynon Transliteration C: mnimosynon Beta Code: mnhmo/sunon

English (LSJ)

τό,

   A remembrance, memorial of a thing, μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι Hdt.1.185,4.166; μνημόσυνον λιπέσθαι Id.1.186, 2.101; μνημόσυνα ἀποδέξασθαι ib.148, al.: rare in early Att. Prose, Th. 5.11; μ. στοργῆς AP12.68 (Mel.); εἰς μ. τινός Ev.Matt.26.13, cf. Act.Ap.10.4.    2 memorandum, reminder, μνημόσυνα γράψομαι Ar.V. 538; τουτὶ . . ἔστω τὸ μ. μοι ib.559.    3 mark, scar, μ. ὑποκαταλιπεῖν Hp.Prorrh.2.20.

Greek (Liddell-Scott)

μνημόσυνον: τό, = μνῆμα, μνημεῖον, μνημόσυνον ἑωυτοῦ λιπέσθαι Ἡρόδ. 1. 185., 4. 166· καὶ ἄνευ τοῦ ἑωυτοῦ, μνημόσυνα λιπέσθαι, ἀποδέξασθαι ὁ αὐτ. 1. 185, 2. 101, 148, κ. ἀλλ.· σπανίως παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 5. 11. 2) ὑπόμνησις, ὑπόμνημα, σημείωσις, μνημόσυνα γράψομαι Ἀριστοφ. Σφ. 538· τουτί... ἔστω τὸ μν. μοι αὐτόθι 559. - Ἐκκλ., ὡς καὶ νῦν, τελετὴ ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τεθνεῶτος, Ἰω. Νηστευτὴς 1924Β.

English (Strong)

from μνημονεύω; a reminder (memorandum), i.e. record: memorial.

English (Thayer)

μνημοσύνου, τό (μνημῶν), a memorial (that by which the memory of any person or thing is preserved), a remembrance: εἰς μνημόσυνον τίνος, to perpetuate one's memory, αἱ προσευχαί σου ... ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (without the figure) have become known to God, so that he heeds and is about to help thee, Herodotus, Aristophanes, Thucydides, Plutarch, others; the Sept. for זֶכֶר, זִכָּרון; also for אַזְכָּרָה, i. e. that part of a sacrifice which was burned on the altar together with the frankincense, that its fragrance might ascend to heaven and commend the offerer to God's remembrance, εὐωδία εἰς μνημόσυνον, 1 Maccabees , etc.)

Greek Monotonic

μνημόσυνον: τό,
1. = μνημεῖον, ανάμνηση, ενθύμημα, μνημονική καταγραφή ενός προσώπου ή πράγματος, σε Ηρόδ.
2. υπόμνημα, υπόμνηση, μνημόσυνα γράψομαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μνημόσῠνον: дор. μνᾱμόσῠνον τό тж. pl.
1) воспоминания, память Thuc. etc.: μ. ἑωυτοῦ λιπέσθαι Her. оставить по себе память;
2) памятка, запись, заметка (μνημόσυνα γράφεσθαι Arph.).