θεσπίζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεσπίζω:''' (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα [[πάθη]] Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. [[ψευδῆ]] Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?
|elrutext='''θεσπίζω:''' (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα [[πάθη]] Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. [[ψευδῆ]] Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θεσπίζω]], [ionic inf. θεσπιέειν Hdt.; doric aor1 ἐθέσπιξα] [[θέσπις]]<br />to [[declare]] by [[oracle]], [[prophesy]], [[divine]], Hdt., Trag.; Pass., τί δὲ τεθέσπισται; Soph.
}}
}}

Revision as of 14:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσπίζω Medium diacritics: θεσπίζω Low diacritics: θεσπίζω Capitals: ΘΕΣΠΙΖΩ
Transliteration A: thespízō Transliteration B: thespizō Transliteration C: thespizo Beta Code: qespi/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω, Att. -ῐῶ, Ion. inf. θεσπιέειν v.l. in Hdt.8.135; Dor. aor.

   A ἐθέσπιξα Theoc.15.63: (θέσπις):—prophesy, foretell, τι Hdt. 1.47, al.; τινί τι A.Ag.1210, E.Andr.1161:—Pass., τί δὲ τεθέσπισται; S.OC388, cf. Parth.35.2.    II Pass., c. acc., [χρησμοί,] οὓς ἐθεσπίσθη Μωυσῆς Ph.2.38.    III of the Emperors,= Lat. sancire, decree, Jul.Ep.75b, Wilcken Chr.6.8 (v A.D.), OGI521.9 (Abydus), Cod.Just.1.12.3 Intr.

German (Pape)

[Seite 1204] att. fut. θεσπιῶ, inf. θεσπιέειν, Her. 8, 135, weissagen, ein Orakel, auch einen Befehl geben; ἤδη πολίταις πάντ' ἐθέσπιζον πάθη Aesch. Ag. 1183; Soph. Ant. 1041 u. oft; auch pass., τί δὲ τεθέσπισται; O. C. 389; Eur. Andr. 1162; sp. D., wie Theocr. 15, 63. Auch in Prosa, von der Pythia, Her. 1, 48, vom Apollo, 8, 135; Sp., wie Ath. XV, 672 e; Hdn. 4, 12, 7 von den Kaisern.

Greek (Liddell-Scott)

θεσπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ῐῶ, Ἰων. ἀπαρέμ. θεσπιέειν Ἡρόδ. 8. 135· Δωρ. ἀόρ. ἐθέσπιξα Θεόκρ. 15. 63· (θέσπις). Χρησμῳδῶ, χρησμοδοτῶ, προφητεύω, προλέγω, μαντεύομαι, τι Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· τινί τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1210, Εὐρ. Ἀνδρ. 1161· καὶ ἐν τῷ Παθ. τί δὲ τεθέσπισται; Σοφ. Ο. Κ. 388. ΙΙ. μετ’ αἰτ., μαντοσύνην, τὴν θέσπισε Φοῖβος, ἐνέπνευσεν εἰς αὐτούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 4379ο. 2) μεταγεν., ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων, ἐπιτάσσω, διατάσσω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰουλιανοῦ· ἐπὶ ἀρχόντων ἢ δικαστῶν, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

f. θεσπιῶ;
rendre un oracle, faire une prédiction.
Étymologie: θέσπις.

Spanish

vaticinar, profetizar

Greek Monolingual

(ΑΜ θεσπίζω) θέσπις
θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς
(νεοελλ.-μσν)
1. διατάσσω, επιβάλλω
2. αποφασίζω, ορίζω
3. διορίζω
4. δηλώνω
(μσν-αρχ.)
1. προλέγω προφητεύω
2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα
3. καθιερώνω
4. νουθετώ, συμβουλεύω
5. διακηρύσσω.

Greek Monotonic

θεσπίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, Ιων. απαρ. θεσπιέειν, σε Ηρόδ.· Δωρ. αόρ. αʹ ἐθέσπιξα, (θέσπιςδηλώνω με χρησμό ή προφητεία, προλέγω, χρησμοδοτώ, σε Ηρόδ., Τραγ.· Παθ., τί δὲ τεθέσπισται; σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θεσπίζω: (ион. inf. fut. θεσπιέειν; дор. aor. ἐθέσπιξα) предсказывать, прорицать, пророчествовать (τὰ λοιπὰ τῶν χρηστηρίων Her.; πολίταις πάντα πάθη Aesch.; χρησμώς - дор. acc. pl. Theocr.): θ. ψευδῆ Soph. делать ложные предсказания; τί δὲ τεθέσπισται; Soph. что предсказано?

Middle Liddell

θεσπίζω, [ionic inf. θεσπιέειν Hdt.; doric aor1 ἐθέσπιξα] θέσπις
to declare by oracle, prophesy, divine, Hdt., Trag.; Pass., τί δὲ τεθέσπισται; Soph.