διδαχή: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(1b) |
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δῐδᾰχή:''' ἡ<b class="num">1)</b> обучение, преподавание;<br /><b class="num">2)</b> поучение, наставление Plat., Arst.: ἐκ διδαχῆς λέγειν τι Her. говорить что-л. по (чьему-л.) наущению; οὑ δέεσθαι διδαχῆς Thuc. не нуждаться в наставлении: διδαχὴν ποιεῖσθαι Thuc. = διδάσκειν. | |elrutext='''δῐδᾰχή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обучение, преподавание;<br /><b class="num">2)</b> поучение, наставление Plat., Arst.: ἐκ διδαχῆς λέγειν τι Her. говорить что-л. по (чьему-л.) наущению; οὑ δέεσθαι διδαχῆς Thuc. не нуждаться в наставлении: διδαχὴν ποιεῖσθαι Thuc. = διδάσκειν. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 4 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A teaching, Democr.33, Th.1.120, Pl.R.536d; ἐκ διδαχῆς λέγειν Hdt.3.134; δ. ποιεῖσθαι Th.4.126.—Poet. only late, Ps.-Phoc. 89. 2 military regulations or discipline, τοὐναντίον αὐτῶν τῆς στρατιωτικῆς δ. πεποιηκότων BGU140.16 (ii A. D.). II = διδασκαλία 11.2, IG14.2124.
German (Pape)
[Seite 615] ἡ, die Lehre, der Unterricht, Her. 5, 58; Thuc. 1, 120 u. öfter; διδαχὴν ποιεῖσθαι = διδάσκειν. 4, 126; Plat. Phaedr. 275 a, u. sonst; auch Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδᾰχή: ἡ, = δίδαξις, διδασκαλία, Ἡρόδ. 3. 134, Θουκ., κτλ.· δ. ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 126· ― ἀλλὰ μόνον παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς, οἷον Ψευδοφωκυλ. 79. ΙΙ. = διδασκαλία ΙΙ. 2, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 608. 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
enseignement, instruction : διδαχὴν ποιεῖσθαι THC donner des enseignements.
Étymologie: διδάσκω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
1 acción de enseñar, enseñanza οὐχὶ διδαχῆς δέονται ὥστε φυλάξασθαι αὐτούς Th.1.120, διδαχὴν ποιεῖσθαι dar una enseñanza, enseñar Th.4.126, Pl.Ti.88a, διδαχὴν εἶναι φίλου Praxiph.7.7, ἡ μὲν δὴ ταῦτα ἐκ διδαχῆς ἔλεγε decía esto como se le había enseñado Hdt.3.134, cf. 5.58, ἡ διδαχὴ μεταρυσμοῖ τὸν ἄνθρωπον la enseñanza remodela al hombre Democr.B 33, μαθεῖν τὸ σχῆμα τῆς διδαχῆς Pl.R.536d, ὁ λόγος καὶ ἡ διδαχή μή ποτ' οὐκ ἐν ἅπασιν ἰσχύει el razonamiento y la enseñanza no siempre tienen fuerza en todos los casos Arist.EN 1179b23, cf. Ph.2.271, Plu.2.880a, Diog.Oen.12.3.12, IUrb.Rom.1179.4 (imper.), Vett.Val.47.15, 413.23, Ps.Phoc.89, Sch.Er.Il.18.356b
•enseñanza de un oficio, en contratos de aprendizaje POxy.2586.19 (III d.C.), τεχνῶν PRoss.Georg.4.6.10 (IV d.C.)
•enseñanza contenida en las representaciones de mimo y danza IG 14.2124.4 (Roma II/III d.C.), Lib.Or.64.112
•crist. doctrina, enseñanza αἱ ἐντολαὶ τῆς διδαχῆς Ep.Barn.16.9a, οἱ τῆς διδαχῆς λόγοι Iust.Phil.Dial.35.8, cf. Gr.Nyss.Or.Catech.proem., como tít. de obras διδαχὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων Didache tít., τῶν ἀποστόλων αἱ λεγόμεναι Διδαχαί Eus.HE 3.25.4, cf. Ath.Al.Ep.Fonti p.75.
2 capacidad de aprender μνήμης καὶ διδαχῆς πολλὰ κοινωνεῖ de los anim., Arist.HA 488b25.
3 concr. reglamento, normativa στρατιωτική BGU 140.16 (II d.C.).
English (Strong)
from διδάσκω; instruction (the act or the matter): doctrine, hath been taught.
English (Thayer)
διδαχῆς ἡ (διδάσκω) (from Herodotus down);
1. teaching, viz. that which is taught: ἡ διδαχή τίνος, one's doctrine, i. e. what he teaches: ἡ διδαχή of God, τοῦ κυρίου, τοῦ Χριστοῦ, the doctrine which has God, Christ, the Lord, for its author and supporter: doctrine, teaching, concerning something: Winer's Grammar, 187 (176); 192 (181); 551 (513)); plural teaching, instruction, (cf. διδασκαλία (on the supposed distinction between the two words and their use in the N. T. see Ellicott on ἐν τῇ διδαχή, while he was teaching, a phrase by which the Evangelist indicates that he is about to cite some of the many words which Jesus spoke at that time, τοῦ κατά τήν διδαχήν πιστοῦ λόγου, the faithful word which is in accordance with the received (διδάσκαλος (which see 6) in the religious assemblies of Christians: λαλεῖν ἐν διδαχή, to speak in the way of teaching, in distinction from other modes of speaking in public, ἔχω διδαχήν, to have something to teach, 1 Corinthians 14:26.
Greek Monolingual
η (AM διδαχή) διδάσκω
1. διδασκαλία
2. ο θείος λόγος, η κατήχηση
μσν.- νεοελλ.
1. το περιεχόμενο του κηρύγματος, το κείμενο του λόγου
2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων
μσν.
δίδαγμα, παράδειγμα
αρχ.
1. κατάλογος τών δραμάτων που είχαν διδαχθεί, διδασκαλίαι
2. φρ. «στρατιωτική διδαχή» — στρατιωτικός κανονισμός.
Greek Monotonic
δῐδᾰχή: ἡ, = δίδαξις, διδασκαλία, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
δῐδᾰχή: ἡ
1) обучение, преподавание;
2) поучение, наставление Plat., Arst.: ἐκ διδαχῆς λέγειν τι Her. говорить что-л. по (чьему-л.) наущению; οὑ δέεσθαι διδαχῆς Thuc. не нуждаться в наставлении: διδαχὴν ποιεῖσθαι Thuc. = διδάσκειν.