παγκοίτης: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(3b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παγκοίτης:''' дор. [[παγκοίτας|παγκοίτᾱς]], ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех ([[θάλαμος]], [[Ἃιδης]] Soph.). | |elrutext='''παγκοίτης:''' дор. [[παγκοίτας|παγκοίτᾱς]], ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех ([[θάλαμος]], [[Ἃιδης]] Soph.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A where all must sleep, π. θάλαμος, i.e. the grave, S.Ant.804 (anap.); π. Ἅιδας ib.811 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 436] ὁ, der Alles zur Ruhe bringt, allbettend, Ἅιδης, Soph. Ant. 810, θάλαμος, auch von der Unterwelt, 804.
Greek (Liddell-Scott)
παγκοίτης: -ου, ὁ, ἐν ᾧ πάντες θὰ κοιτασθῶσιν, ὁ πάντας κοιμίζων ἢ εἰς πάντας ὡς κοίτη χρησιμεύων, θάλαμος παγκοίτας, δηλ. ὁ τάφος, Σοφ. Ἀντ. 804· παγκοίτας Ἄιδας αὐτόθι 811· ἀμφότερα τὰ χωρία ταῦτα λυρικά.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui endort toute chose.
Étymologie: πᾶς, κοίτη.
Greek Monolingual
παγκοίτης, ὁ (Α)
(για τον τάφο ή τον Άδη) αυτός στον οποίο όλοι θα κοιμηθούν, που χρησιμεύει ως κοίτη για όλους, δηλ. ο τάφος («ὁ παγκοίτας Ἅδας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -κοίτης (< κοίτη)].
Greek Monotonic
παγκοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), το μέρος όπου όλοι πρέπει να κοιμούνται, θάλαμος παγκοίτας δηλ. ο τάφος, σε Σοφ.· πάγκοινος Ἅιδας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
παγκοίτης: дор. παγκοίτᾱς, ᾱ adj. m всеусыпляющий, упокояющий всех (θάλαμος, Ἃιδης Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκοίτης -ες, Dor. παγκοίτᾱς [πᾶς, κοίτη] die iedereen doet inslapen.